Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Οικογενειακή υπόθεση: Πιέρ & Μαρί Κιουρί

Λίγους μήνες πριν, η ξαδέρφη μου γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Το πρώτο μέλημα των νέων γονέων, ήταν να διαμορφώσουν ένα χώρο στο σπίτι τους πνιγμένο στο ροζ. Φυσικά, αν το ανιψάκι μου ήταν αγόρι, θα είχαμε μία μπλε πλημμύρα αντικειμένων. Όσο γραφικά κι αν μας φαίνονται όλα αυτά, ωστόσο αναδεικνύουν ότι κάποια στερεότυπα και κυρίαρχες τάσεις είναι ισχυρά συνδεδεμένες με τον ψυχισμό μας και τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Με τη γέννηση ενός παιδιού ξεκινάει να παίζεται στο μυαλό του ευτυχούς γονέα μια ταινία, με τίτλο «Τι θέλω για το παιδί μου». Οι φιλοδοξίες είναι λίγο πολύ γνωστές. Αν είναι γιος, να είναι παλικάρι, να έχει κατακτήσεις, να σπουδάσει μια καλή επιστήμη (να γίνει δηλαδή γιατρός, δικηγόρος ή μηχανικός) και να είναι επιτυχημένος στη ζωή του. Ενώ αν είναι κόρη, να είναι όμορφη, χαριτωμένη και αξιαγάπητη, να σπουδάσει κάτι που θα αναδεικνύει τις αρετές και τη θηλυκότητά της (θεωρητικές επιστήμες, όπως μουσική, θέατρο, άντε φιλολογία). Οι διαχωρισμοί αυτοί ορίζουν τους ρόλους που καλούνται να υπερασπιστούν στην κοινωνία τα αυριανά παιδιά.

Όλοι αυτοί οι ρόλοι έχουν όμως ως αποτέλεσμα την αποξένωση, το να κοιτάει ο καθένας τη δουλειά του, ενώ αυτά που μοιραζόμαστε να είναι όλο και λιγότερα και πιο συγκεκριμένα. Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε τη «μάστιγα» της εποχής, το κυνήγι της καριέρας και την ανάγκη για όλο και καλύτερους επαγγελματίες, αφοσιωμένους στη δουλειά τους, τα ζευγάρια φτάνουν στο σημείο να γίνονται «δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη». Κι όμως, αν ξεπεράσουμε τα στερεότυπα και κυνηγήσουμε μια ζωή με μεγαλύτερη αυθεντικότητα, μπορούμε ίσως να δούμε ότι αυτά που μας ενώνουν και μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά, είναι ίσως τα πιο σημαντικά, κι ας έρχονται κόντρα στα θέλω των γονιών μας.

Πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα, συναντάμε ένα ζευγάρι, που αυτά που μοιράστηκε και έζησε ήταν πιο δυνατά από το θάνατο, στιγμάτισαν την επιστήμη και ένωσαν τις ζωές τους σε ένα μεγαλύτερο σκοπό. Η Μαρία Σκλόντοφσκα (όπως είναι το πατρικό της) γεννήθηκε το 1867 στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Από μικρή ανακάλυψε την αγάπη της για τη Φυσική, αλλά με τα Πολωνικά Πανεπιστήμια κλειστά για τις γυναίκες, έπρεπε να περάσει κάποια χρόνια ως γκουβερνάντα μέχρι το 1891, όπου αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Μετά από δύο χρόνια είχε πτυχίο στη Φυσική και στα Μαθηματικά. Περισσότερες προοπτικές, όμως, δεν υπήρχαν, ούτε καν να ξεκινήσει μία διδακτορική διατριβή. Κανένας δεν έπαιρνε μια γυναίκα υπό την εποπτεία του.

Τότε ήταν που μπήκε στη ζωή της ο Πιέρ Κιουρί, που δούλευε ως βοηθός ενός εργαστηρίου. Γεννημένος στο Παρίσι το 1859, γνωστός στην επιστημονική κοινότητα ήδη από τη δεκαετία του 1880 για πειράματα πιεζοηλεκτρισμού (εμφάνιση ηλεκτρικής τάσης στα άκρα κρυστάλλων όταν αυτοί συμπιέζονται), ενώ είχε βρει νόμο που φέρει το όνομά του για την επίδραση της θερμοκρασίας στα παραμαγνητικά υλικά,.

Μέσα στον επόμενο χρόνο είχαν παντρευτεί. Οι δυο τους μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την έρευνα και τα ίδια χόμπι, πράγματα αρκετά για να τους ενώσουν για μια ζωή. «Είμαστε από αυτούς που πιστεύουν ότι η επιστήμη έχει εξαιρετική ομορφιά. Ένας επιστήμονας στο εργαστήριό του δεν είναι μόνο ένα τεχνικός. Είναι επίσης ένα παιδί που βρίσκεται μπροστά από φυσικά φαινόμενα που τον εντυπωσιάζουν σαν ένα παραμύθι», ανάφερε. Η Μαρία δεν ήταν πλέον μόνη: «είχα βρει ένα σύντροφο, έναν εραστή, έναν επιστημονικό συνεργάτη πάνω στον οποίο μπορούσα να βασιστώ».

Το 1896, η Μαρία παρατήρησε, χρησιμοποιώντας το ηλεκτρόμετρο που είχε μόλις κατασκευάσει ο Πιέρ, ότι τα άτομα ουρανίου εκπέμπουν ακτινοβολία, όχι ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των ατόμων μεταξύ τους, αλλά ως χαρακτηριστική ιδιότητα του στοιχείου. «… Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα εντελώς νέο είδος χημείας για την οποία το παρόν εργαλείο που χρησιμοποιούμε είναι το ηλεκτρόμετρο, και μπορούμε να ονομάσουμε χημεία του αναπάντεχου». Μελετώντας διάφορα μεταλλεύματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να περιέχουν κάποιο άλλο στοιχείο, περισσότερο ραδιενεργό από το ουράνιο. Φρόντισε, μάλιστα με κάθε τρόπο να είναι φανερό ότι η ίδια μόνη της έκανε αυτές τις παρατηρήσεις, ώστε κανένας να μην αμφισβητήσει ότι μια γυναίκα είναι ικανή για επιστήμη. Ο Πιέρ ασχολούνταν ακόμα με τα μαγνητικά φαινόμενα των κρυστάλλων.

Μέχρι που βρήκε τις παρατηρήσεις της πάρα πολύ ενδιαφέροντες και αποφάσισε να αφοσιωθεί στο εργαστήριο μαζί της. Αυτό έγινε τον Απρίλιο του 1898. Τρεις μήνες αργότερα, δημοσίευσαν το πρώτο άρθρο τους, στο οποίο ανήγγειλαν την ύπαρξη ενός νέου στοιχείου με ατομικό αριθμό 84: «Πιστεύουμε ότι η ουσία που έχουμε εξάγει περιέχει ένα μέταλλο που δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί, συγγενικό προς το βισμούθιο. Αν η ύπαρξή του επιβεβαιωθεί, προτείνουμε να ονομαστεί πολώνιο, από το όνομα της πατρίδας καταγωγής ενός από εμάς». Τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους είχαν έτοιμο το δεύτερο κοινό τους άρθρο, ανακοινώνοντας την ανακάλυψη ενός ακόμα στοιχείου, με ατομικό αριθμό 88, που το ονόμασαν ράδιο. Και η έρευνα συνεχιζόταν με πολλές καινούριες ανακαλύψεις για τη ραδιενέργεια: Η δουλειά τους έφτασε στο σημείο ώστε να: «…είναι απαραίτητο να βρούμε ένα νέο όρο ώστε να ορίσουμε αυτή τη νέα ιδιότητα… προτείνουμε τη λέξη ραδιενέργεια», γράφουν. [Να σημειωθεί ότι ραδιενέργεια είναι η εκπομπή σωματιδίων (ακτίνες α και β) ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (ακτίνες γ) από τους πυρήνες ορισμένων ατόμων. Πρόκειται για ιονίζουσα ακτινοβολία, καθώς δημιουργεί ιόντα και ελεύθερες ρίζες υψηλής ενέργειας. Η ακτινοβόληση ζωντανών κυττάρων με ιοντική ακτινοβολία επίσης σπάει τους δεσμούς του DNA και καθώς αυτό επιδιορθώνεται μπορεί να γίνει λάθος και να προκληθούν μεταλλάξεις.] Αυτά ήταν τα πιο δημιουργικά τους χρόνια. «Τίποτα στη ζωή δεν είναι για να το φοβόμαστε. Μόνο για να το κατανοούμε. Τώρα είναι η ώρα να καταλάβουμε περισσότερα ώστε να φοβόμαστε λιγότερα».

Το 1903, τιμήθηκαν, μαζί με τον Ανρί Μπεκερέλ, με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής, «ως αναγνώριση της προσφοράς τους στις έρευνες για τα φαινόμενα ραδιενέργειας». Η φήμη τους είχε κορυφωθεί. Το πανεπιστήμιο της Σορβόννης πρόσφερε στον Πιέρ θέση καθηγητή και τη δυνατότητα να φτιάξει το δικό του εργαστήριο, στο οποίο η Μαρία έγινε διευθύντρια. Παράλληλα, η οικονομική τους κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά.

Αλλά η τραγωδία χτύπησε το σπίτι τους στις 19 Απριλίου του 1906. Ο Πιέρ, καθώς περνούσε κεντρικό δρόμο του Παρισιού, ποδοπατήθηκε από φορτωμένο κάρο. «Γενικά ποτέ δεν ήταν προσεκτικός. Πάντα σκεφτόταν άλλα πράγματα. Τι ονειρευόταν αυτή τη φορά;», ήταν η αντίδραση του πατέρα του. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Ήταν μόλις 46 ετών και άφησε πίσω του δυο κόρες, 7 ετών η μία και 14 μηνών η δεύτερη, και μια γυναίκα που έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της. «Χτυπημένη από τη μοίρα, δεν ένιωθα ικανή να αντιμετωπίσω το μέλλον. Δεν μπορούσα να ξεχάσω, εν τούτοις, ότι ο άντρας μου συνήθιζε να λέει ότι ακόμα και χωρίς αυτόν, θα έπρεπε να συνεχίσω τη δουλειά μου», διηγείται η Μαρί στη βιογράφο κόρη της, Εύα, κάποια χρόνια μετά. Το απόγευμα μετά την κηδεία του, πήγε στο εργαστήριο: «Γέμισαν τον τάφο με λουλούδια και τον έκλεισαν. Όλα τελείωσαν. Ο Πιέρ κοιμάται τον τελευταίο του ύπνο κάτω από τη γη. Είναι το τέλος όλων, όλων, όλων… Δουλεύω στο εργαστήριο όλη μέρα. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Εδώ είμαι καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα που θα μου φέρει προσωπική ευχαρίστηση, εκτός ίσως από την επιστημονική δουλειά, αλλά και πάλι όχι, γιατί αν επιτύχω κάτι δεν αντέχω να μην το μοιραστώ μαζί του», εξομολογείται στο προσωπικό της ημερολόγιο.

Παρόλ’ αυτά, η επιστημονική κοινότητα στάθηκε στο πλευρό της. Της παραχώρησε την έδρα του Πιέρ στη Σορβόννη, καθώς και το εργαστήριό τους. Αυτά της έδωσαν τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη σκιά του και να αποδείξει όσα άξιζε πραγματικά η ίδια, αλλά και να ξεπεράσει το χαμό του μέσα από σκληρή δουλειά. Τα επόμενα χρόνια, τα αφιέρωσε στην οργάνωση του εργαστηρίου της, κάνοντάς το ένα από τα πιο φημισμένα της Ευρώπης. Εξάλλου, όπως είχε γράψει ο Πιέρ το 1903, «ένα εργαστήριο δεν χτίζεται μέσα σε λίγους μήνες με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού».

Και οι κόποι της ανταμείφθηκαν. Το 1911 τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας ως αναγνώριση για την προσφορά της στη μελέτη της ραδιενέργειας. Ήταν το πρώτο άτομο που λάμβανε δύο Νόμπελ και το πρώτο από τα δύο που έχουν λάβει δύο Νόμπελ για δύο ξεχωριστά πεδία.

Τα χρόνια του πολέμου ασχολήθηκε με την ιατρική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και έφτιαξε τα πρώτα κινητά κέντρα ακτινογραφιών για τους στρατιώτες. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ανακαλύφθηκε το ράδιο κανένας δεν ήξερε ότι μπορούσε να φανεί χρήσιμο στα νοσοκομεία. Ήταν μια δουλειά καθαρής επιστήμης. Η επιστημονική έρευνα δεν πρέπει να κρίνεται από την οπτική γωνία της άμεσης χρησιμοποίησής της. Πρέπει να γίνεται για την ομορφιά της επιστήμης και έπειτα εμφανίζεται η ευκαιρία μια επιστημονική ανακάλυψη να ωφελήσει την ανθρωπότητα», είπε σε μια διάλεξη το 1921.

Μετά τον πόλεμο έγινε διευθύντρια του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι, και ενός άλλου στην πατρίδα της. Παρόλο που τα προβλήματα υγείας άρχισαν να εμφανίζονται, αυτή αρνούνταν να αποσυρθεί. «Ώρες ώρες νιώθω ότι το κουράγιο μου με εγκαταλείπει και σκέφτομαι να μετακομίσω στην εξοχή… αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να υπάρξω μακριά από το εργαστήριο», γράφει στην αδερφή της.

Και φτάνουμε στο 1934. Η Μαρί βρίσκεται σε ηλικία μόλις 66 ετών και πάσχει από απλαστική αναιμία, που της στοιχίζει τη ζωή. Η υπερβολική έκθεσή της στη ραδιενέργεια, χωρίς τη λήψη απαραίτητων μέτρων ασφαλείας (μάλιστα είχε κομμάτια ραδίου στην κουζίνα της, γιατί της άρεσε ο τρόπος που φωσφόριζε) δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικά αποτελέσματα. Ακόμα και το προσωπικό της αρχείο είναι φυλαγμένο σε κουτιά μολύβδου, λόγω της υψηλής ραδιενεργούς ακτινοβολίας που ακόμα εκπέμπει.

Την αμέσως επόμενη χρονιά, η κόρη της Ιρένε (1897 – 1956) με τον άντρα της Φρεντερίκ Ζολιό – Κιουρί (1900 – 1958), ως γνήσιοι διάδοχοι, βραβεύτηκαν με το βραβείο Νόμπελ Χημείας για την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. Όμως, και οι δύο πέθαναν σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία, μόλις 58 ετών.

Η Μαρί Κιουρί θεωρείται η πρώτη σύγχρονη γυναίκα επιστήμονας και έχει γίνει σύμβολο καριερίστριας γυναίκας, ενώ το φεμινιστικό κίνημα έχει εκμεταλλευτεί τη φήμη της. Η αλήθεια όμως είναι ότι η επιτυχία της αντανακλάει την ευτυχισμένη σχέση της και την ισορροπία που είχε βρει στη ζωή της μέσα από αυτή. Η κοινή προσπάθεια και η δύναμη της αγάπης τους, ξεπέρασε τα εμπόδια της εποχής (σεξισμός) και τη βοήθησε να γίνει ο άνθρωπος που έγινε και να αγγίξει το μεγαλείο στην επιστήμη. Ενώ όταν είχε απομείνει μόνη, η ανάμνησή του και η υπόσχεση ότι δεν θα τα παρατήσει της έδωσε δύναμη να συνεχίσει. Σε μια εποχή που την κρατούσε χαμηλά, ο Πιέρ της έδωσε την ώθηση να σπάσει τα δεσμά της κοινωνίας.

«Ήταν μεγάλη μου τιμή να γνωρίσω την κ. Κιουρί. Η δύναμη, η αγνότητα της θέλησης, η λιτότητα, η αντικειμενικότητα και η ακέραια κρίση της, είναι προσόντα που σπάνια συναντιούνται σε έναν μόνο άνθρωπο. Η μεγαλύτερη επιστημονική πράξη της, η απόδειξη της ύπαρξης της ραδιενέργειας και η απομόνωσή της, δεν οφείλεται μόνο σε τολμηρή διαίσθηση, αλλά και στην αφοσίωση και την επιμονή σε εργασία κάτω από δύσκολες συνθήκες», αναφέρει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ενώ η ίδια είχε γράψει: «Είμαι απλά λιγότερο περίεργη για τους ανθρώπους και περισσότερο περίεργη για ιδέες… Η ζωή δεν είναι εύκολη για κανέναν μας. Αλλά και τι μ’ αυτό; Πρέπει να έχουμε εμμονή και, πάνω απ’ όλα, εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Πρέπει να πιστεύουμε ότι είμαστε προορισμένοι για κάτι, που, με κάθε θυσία, πρέπει να επιτευχθεί…».

1 σχόλιο:

  1. Η Κιουρί μας απέδειξε οτι σε δύσκολες εποχές για τις γυναίκες οτι το θάρρος,η επιμονή,και η υπομονη ενος ανθρώπου μπορεί να νικήσει αυτές τις προκατακηψεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή