Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Ο κύκλος των χαμένων φυσικών (και μαθηματικών)

Επιστήμη και φαντασία, λογοτεχνία και μαθηματικά, θρησκεία και φυσική. Τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και ιδιοφυΐας που φαίνονται μεταξύ τους ασύνδετοι, παράλληλοι δρόμοι που ποτέ δεν τέμνονται. Κι όμως, αυτά που μοιάζουν εκ πρώτης όψεως αντιφατικά και αταίριαστα, η ζωή έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι τα καλύτερα φιλαράκια. Παραδείγματα πολλά. Μεγάλες προσωπικότητες, είτε του συγγραφικού είτε του επιστημονικού χώρου, απέδειξαν ότι η ανάμειξη αυτών των πεδίων λειτουργεί ευεργετικά, εξυψώνοντας το έργο τους. Η λογοτεχνία για έμπνευση, για πρωτοτυπία, η επιθυμία για δημιουργία, είναι η ζωοδόχος ενέργεια που πηγάζει και ποτίζει τη δουλειά τους, είτε αυτή είναι στη συγγραφή, είτε στην επιστήμη. Η ανάγκη για έκφραση συναντάει την επιστήμη, δίνοντας τους πιο εύγευστους καρπούς της συνεύρεσης. Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, λέει ο λαός… Κι όμως… κάθε άλλο!! Μεγάλοι επιστήμονες υπήρξαν διορατικοί λογοτέχνες. Συνδυάζοντας τις ανησυχίες με τις σπουδές τους, άνοιξαν νέους δρόμους σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα πολιτισμό (επιστήμη ή τέχνη), οπότε… αγαπητοί γονείς, μη φοβάστε εάν το παιδί σας δεν έχει αφιερωθεί πλήρως στο διάβασμά του. Κάθε εκκολαπτόμενη ανησυχία, μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί μαζί τις σπουδές, οδηγώντας σε νέες Ιθάκες.

«Το μάτι της Αλίκης έπεσε πάνω σε ένα μικρό γυάλινο κουτί πάνω στο τραπέζι. Το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα μικρό κέικ, που επάνω του έγραφε ‘ΦΑΕ ΜΕ’». Μια πολύ γνωστή φράση από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», το κλασικό παραμύθι που μας κράτησε συντροφιά τα παιδικά μας χρόνια και ζωντανεύει αυτές τις μέρες στη μεγάλη οθόνη χάρη στο σύγχρονο μάγο Τιμ Μπάρτον. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ο αρχικός μάγος ήταν ο Λούις Κάρολ, ο οποίος έγραψε την Αλίκη κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα (το 1865 συγκεκριμένα), εμπνευσμένος από τη μικρή του φίλη Άλις Λίντελ, την κόρη ενός φίλου του, παρόλο που ο ίδιος το είχε αρνηθεί, επιμένοντας πως όλα τα πρόσωπα ήταν φανταστικά. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι ο Λούις Κάρολ δεν υπήρξε ποτέ, παρά ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (1832 – 1898), ενός φημισμένου καθηγητή μαθηματικών για 25 χρόνια στο κολέγιο Christ Church, και από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της εποχής του;

Επικρατεί η άποψη ότι η επιστήμη είναι ψυχρή και απόλυτα ρεαλιστική. Κατά συνέπεια, οι λειτουργοί της οφείλουν να είναι άνθρωποι σοβαροί, ντυμένοι με συντηρητικά σακάκια ή χαμένοι στον ιδιοφυή κόσμο του πειράματός τους, ζώντας εκτός πραγματικότητας, πολλές φορές αδυνατώντας μάλιστα να συμμετέχουν σε καθημερινές συνομιλίες ή να εκφράσουν τη γνώμη τους για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μη γνωρίζοντας τι στην ευχή… γίγνεσθαι.

Μπορεί αυτό εν μέρει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, από ανθρώπους που θέλουν να φορέσουν το προσωπείο της σοβαροφάνειας ή που οι θρησκευτικές τους απόψεις (που στην ακαδημαϊκή κοινότητα συνήθως έχουν έναν ακριβή προσανατολισμό και δεν γενικεύονται ως αγνωστικισμός) να τους επιβάλλουν μια κάποια συμπεριφορά, όμως ένα μεγάλο ποσοστό των επιστημόνων είναι άνθρωποι παθιασμένοι και με ιδιαίτερη φαντασία (στοιχεία απαραίτητα για να ξεχωρίσει κάποιος από το μέσο όρο και να εξελιχθεί), που τα διοχετεύουν είτε στην προσωπική τους έρευνα, είτε σε κάποια μορφή τέχνης, όπως η λογοτεχνία.

Ο Λούις Κάρολ (ας χρησιμοποιούμε το ψευδώνυμό του για να καταλαβαινόμαστε) ως μαθηματικός δημοσίευσε πάνω από δέκα βιβλία, ως επί το πλείστον εγχειρίδια, με ένα από τα πιο σημαντικά να είναι «Ο Ευκλείδης και οι μοντέρνοι ανταγωνιστές του» (1879), το οποίο υπερασπίζεται τα Στοιχείων του Ευκλείδη για τη διδασκαλία της γεωμετρίας, ενώ είναι γραμμένο σε μορφή θεατρικού έργου, περιγράφοντας την εμφάνιση του φαντάσματος του Ευκλείδη μπροστά στους σύγχρονους μαθηματικούς. Ο Φαλκόνερ Μάνταν έγραψε γι’ αυτό πως «είναι από τις πιο καλοδουλεμένες μαθηματικές δουλειές που παρήγαγε ο Ντότζσον και την ίδια στιγμή ένα άρτιο λογοτεχνικό κείμενο». (Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Γερμανός Μπέρνχαρτ Ρίμαν εισήγαγε τη γεωμετρία που πήρε το όνομά του και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον Αϊνστάιν για τη διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Η γεωμετρία Ρίμαν αναφέρεται σε καμπύλο χώρο με την Ευκλείδεια γεωμετρία να είναι μια ειδική περίπτωση αυτής, ικανοποιητική όμως για να περιγράψει τον επίπεδο χώρο όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Ακριβώς όπως με τους νόμους του Αϊνστάιν για τη Σχετικότητα, όπου για την καθημερινή μας ζωή οι νόμοι του Νεύτωνα επαρκούν).

Ο Λούις Κάρολ δεν ήταν ο μόνος. Ο Σερ Άρθουρ Κλαρκ (1917 – 2008), δημιουργός των τεσσάρων βιβλίων της Οδύσσειας του Διαστήματος, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1968, για την οποία μάλιστα έγραψε το σενάριο, σπούδασε φυσική και μαθηματικά στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου, απ’ όπου αποφοίτησε ως αριστούχος. Ήταν μέλος πολλών επιστημονικών συλλόγων και πρόεδρος της Αγγλικής Διαπλανητικής Εταιρείας, ενώ σχολίασε για λογαριασμό του CBS τις πτήσεις στη Σελήνη του «Απόλλων» 11, 12 και 15. Τότε είχε πει: «η αξία της έμπνευσης του προγράμματος του διαστήματος είναι τεράστιας αξίας… μια ολόκληρη γενιά ελκύεται από τη σκληρή πειθαρχία της επιστήμης και της μηχανικής και το ρομαντισμό του διαστήματος».

Συνολικά έγραψε πάνω από 30 μυθιστορήματα, τα περισσότερα από τα οποία ξεκινούν με την ανακάλυψη ενός καινούριου χώρου στο Διάστημα. Το βασικό τους θέμα είναι η ενόραση ενός κοντινού ή μακρινού μέλλοντος, η ανακάλυψη ζωής στο διάστημα, οι καινούριοι ορίζοντες και η απελευθέρωση του ανθρώπου, όλα αυτά βασισμένα πάνω σε επιστημονικά δεδομένα. Όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο της τρίτης Οδύσσειας: «Ο ‘Galileo’ επρόκειτο να ρίξει έναν παρατηρητή μέσα στην ατμόσφαιρα του Δία, επισκεπτόμενος παράλληλα όλους τους κύριους δορυφόρους του. Θα έπρεπε να είχε εκτοξευτεί το Μάιο του 1986, έτσι γύρω στο 1990 έλπιζα να εκμεταλλευτώ την πλημμύρα των νέων στοιχείων που θα μας έρχονταν από το Δία και τα φεγγάρια του… Αλίμονο όμως… η επτάχρονη καθυστέρηση με έκανε να αποφασίσω να μην περιμένω». Δηλαδή βλέπουμε ότι η φαντασία προλαβαίνει την πραγματικότητα.

Σημαντική στιγμή ήταν οι τρεις «νόμοι της πρόβλεψης» που έγραψε και χρησιμοποιήθηκαν ως αναφορές από άλλους συγγραφείς. Ο πρώτος νόμος λέει ότι «όταν ένας διακεκριμένος αλλά ηλικιωμένος επιστήμονας λέει ότι κάτι είναι πιθανό, είναι σχεδόν σίγουρα σωστός. Όταν λέει ότι κάτι δεν είναι πιθανό, είναι συνήθως λάθος»!! Ο δεύτερος νόμος αναφέρεται στα όρια: «ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψουμε τα όρια του πιθανού, είναι να τα ξεπεράσουμε μέσω του απίθανου», ενώ ο τρίτος νόμος αναφέρει ότι «κάθε ικανοποιητικά αναπτυγμένη τεχνολογία είναι ίδια κι απαράλλαχτη με τη μαγεία». Θεωρείται πατέρας των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων, από μια έμπνευση που είχε κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου που υπηρετούσε στην Αγγλική Αεροπορία, καθώς η σημερινή λειτουργία των δορυφόρων βασίζεται στις προτάσεις του.

Δεν ήταν κάπου καθηγητής, καθώς από το 1956 αποφάσισε να ζήσει στη Σρι Λάνκα, ζώντας από τη συγγραφική. Ποτέ όμως δεν παράτησε εντελώς την εντριβή του με την επιστημονική κοινότητα, καθώς συνέχισε να γράφει επιστημονικά άρθρα, πολλά από τα οποία μάλιστα βραβεύτηκαν. Είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν λάβει σημαντικά βραβεία, τόσο στη συγγραφική (Hugo, Nebula), όσο και στην επιστήμη (Μετάλλιο Εξαιρετικής Προσφοράς από τη ΝΑΣΑ, αλλά και τη Διεθνή Ακαδημία Αστροναυτικής). Για την επιστημονική φαντασία ο ίδιος έγραφε: «Είμαι σίγουρος ότι ο άνθρωπος δεν θα είχε πάει στο φεγγάρι αν δεν υπήρχε ο Γουέλς ή ο Βερν και άλλοι άνθρωποι που έγραψαν γι’ αυτό και έκαναν τους άλλους να το σκεφτούν. Είμαι περήφανος για το γεγονός ότι ξέρω κάποιους αστροναύτες που έγιναν αστροναύτες διαβάζοντας τα βιβλία μου». Πάνω στον τάφο του ζήτησε να γραφεί «Εδώ κείτεται ο Άρθουρ Κλαρκ. Ποτέ δεν μεγάλωσε και ποτέ δεν σταμάτησε να μεγαλώνει». Στον επικήδειό του, χαρακτηρίστηκε ως «το αγόρι που έζησε καθοδηγούμενο από τη φωνή της κοσμικής αναζήτησης». Μαζί με τον Ισαάκ Ασίμοφ θεωρούνται οι δυο μεγαλύτεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας.

Ο οποίος Ισαάκ Ασίμοφ, (1920 – 1992) γεννημένος στη Ρωσία, αλλά μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, είχε σπουδάσει φυσική και χημεία, ενώ από το 1955 ήταν καθηγητής Βιοχημείας στη Βοστώνη. Έγραψε πάνω από 500 βιβλία, από τα οποία μόνο τα 25 είναι καθαρά επιστημονικής φαντασίας. Σημαντικό του έργο είναι μια προσπάθεια χρονολόγησης της επιστημονικής εξέλιξης, ένα είδος επιστημονικής Βίβλου («Το χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων»), ενώ η ίδια η ιστορία και η μελέτη της τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, καθώς έγραψε 14 ιστορικά βιβλία, ένα εκ των οποίων είχε τίτλο: «Έλληνες, η μεγάλη περιπέτεια». Λάτρης της γνώσης, πίστευε πως «αν η γνώση προκαλεί προβλήματα, η άγνοια δεν τα λύνει».

Οι ιστορίες του κινούνται στα ρομπότ και την ανθρώπινη επέκταση στο γαλαξία. Βιογράφοι του αναφέρουν πως «το περιεχόμενο των κόσμων του ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αντανάκλαση των ανθρώπινων κοινωνιών όπως τις ήξερε από την ιστορία και την επικαιρότητα. Έπαιρνε ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις και τα περνούσε σε μια μεγαλύτερη διαστημική κλίμακα, κάνοντας παραλληλισμούς και αντιστοιχώντας γεγονότα του παρελθόντος με μελλοντικά. Θεωρείται ο πατέρας της ρομποτικής, γράφοντας τους τρεις νόμους για τα ρομπότ: «Δεν επιτρέπεται σε ρομπότ να βλάψει άνθρωπο ή με την απραξία του να επιτρέψει να συμβεί κακό σε άνθρωπο (1ος Νόμος). Ένα ρομπότ πρέπει να υπακούει σε κάθε ανθρώπινη εντολή, εφόσον δεν έρχεται σε αντίθετη με τον Πρώτο Νόμο (2ος Νόμος). Ένα ρομπότ πρέπει να προφυλάσσει τον εαυτό του, εφόσον αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τον Πρώτο ή το Δεύτερο Νόμο (3ος Νόμος)». Οι Νόμοι αυτοί ήταν φανερά εμπνευσμένοι από τις Δέκα Εντολές. Με τον ίδιο τρόπο υπέθετε πως υπήρχαν και νόμοι που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, και η κατανόησή τους θα οδηγούσε στην αυτογνωσία και την πρόβλεψη της ανθρώπινης ιστορίας. Συγγραφέας που επίσης τιμήθηκε με πολλά βραβεία λογοτεχνίας (Hugo, Nebula), γι’ αυτόν το γράψιμο ήταν προέκταση του εαυτού του: «Για μένα το γράψιμο είναι απλά να σκέφτομαι μέσω των δακτύλων μου… Γράφω για τον ίδιο λόγο για τον οποίο αναπνέω: γιατί αν δεν το έκανα θα πέθαινα… Αν ο γιατρός μου έλεγε ότι έχω μόνο έξι λεπτά ζωής, δεν θα μελαγχολούσα. Απλά θα δακτυλογραφούσα πιο γρήγορα… Δεν πιστεύω στην προσωπική αθανασία: μόνο μέσω των βιβλίων μου περιμένω κάτι τέτοιο», είναι μερικά από αυτά που έχει πει, ενώ για τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας είχε γράψει ότι «προβλέπουν το αναπόφευκτο, αλλά παρόλο που τα προβλήματα και οι καταστροφές μπορεί να είναι αναπόφευκτες, οι λύσεις δεν είναι».

Να δούμε τώρα πώς μπορεί να συνδυαστεί η επιστήμη, η φαντασία και η οικολογία. Ο Φρανκ Χέρμπερτ (1920 – 1986), δημιουργός του επικού Dune, του έργου που «είναι για την επιστημονική φαντασία ότι ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών για τη λογοτεχνία του φανταστικού», όπως έχει χαρακτηριστεί. Το Dune ήταν το πρώτο λογοτεχνικό έργο «οικολογικής επιστημονικής φαντασίας». Ο Χέρμπερτ ήταν θιασώτης της χρησιμοποίησης επιστημονικών ιδεών στη λογοτεχνία σε τέτοιο βαθμό, που, όπως έγραψαν οι New York Times «είναι τόσο άψογη η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον άνθρωπο κα το θηρίο, τη γεωγραφία και το κλίμα, που πολλοί διαβάζουν το βιβλίο για να μελετήσουν οικολογία. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες των κατοίκων του Dune είναι ανάλογες με τις δικές μας». Με μότο ότι «η αρχή της γνώσης είναι η ανακάλυψη ότι κάτι δεν καταλαβαίνουμε», ο Χέρμπερτ αφιέρωσε έξι χρόνια στην έρευνα για το έργο της ζωής του, σπουδάζοντας και μελετώντας τα θέματα που αφορούσαν το βιβλίο του, με την οικολογία να είναι ένα από αυτά. «Το να προσπαθήσουμε να δούμε την Αλήθεια χωρίς να ξέρουμε το Ψέμα είναι σαν να προσπαθούμε να δούμε το Φως χωρίς να ξέρουμε το Σκοτάδι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει», έγραφε. Και ο ίδιος είδε τουλάχιστον είκοσι φορές τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όσες και οι απορρίψεις του βιβλίου του. Όμως δεν το έβαλε κάτω και, πιστεύοντας στο έργο του, συνέχιζε να προσπαθεί. «Αν θεωρείτε τον εαυτό σας ως ανήμπορους και ανεπαρκείς, είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσετε μια δεσποτική κυβέρνηση να σας εξουσιάζει», έγραφε. Τα υλικά αγαθά δεν τα κυνήγησε, παρά μόνο τα ιδανικά του: «Ο πλούτος είναι ένα εργαλείο για την ελευθερία, αλλά το κυνήγι του είναι ένας τρόπος για τη σκλαβιά», είπε, ένα ρητό που τον αντιπροσώπευε στον τρόπο που επέλεξε να ζήσει τη ζωή του, απορρίπτοντας μια ζωή μέσα στη χλιδή.

Ένα άλλο παράδειγμα όπου η σάτυρα και η κοινωνική κριτική συνδυάζονται με την επιστημονική γνώση, μας προσφέρει ο Έντουαρτ Άμποτ, Άγγλος θεολόγος και μαθηματικός από το Λονδίνο. Ειρωνευόμενος την κοινωνική ιεραρχία της βικτωριανής εποχής, γράφει το 1884 το χιουμοριστικό «Φλάτλαντ», τοποθετώντας τη δράση σε ένα χώρο δύο διαστάσεων. Τονίζει, πέρα από την ξιπασιά των αριστοκρατών που δεν «μπορούσαν να δουν πάνω από τη μύτη τους» και την έννοια της διάστασης σε συνάρτηση με την αντίληψη. Ο Ασίμοφ το χαρακτήρισε ως «την καλύτερη εισαγωγή για την αντίληψη των διαστάσεων», και πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, χαρίζοντας την αθανασία στον ταπεινό καθηγητή ενός σχολείου.

Σήμερα, ο όρος “pop science”, δηλαδή εκλαϊκευμένη επιστήμη είναι εξαιρετικά δημοφιλής και πολλοί ακαδημαϊκοί έχουν ασχοληθεί με τη συγγραφή τέτοιων βιβλίων. Από τους πιο γνωστούς είναι ο Ντενί Γκετζ, καθηγητής επιστημολογίας (φιλοσοφίας και ιστορίας της επιστήμης) στο Παρίσι, με γνωστότερο έργο του «Το θεώρημα του παπαγάλου», ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για την ιστορία των μαθηματικών και ο Ίαν Στιούαρτ, καθηγητής ανώτερων μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Warwick, που μεταξύ άλλων έχει συνεργαστεί με τον Τέρι Πράτσετ στα βιβλία της Δισκοχώρας.

Όσον αφορά τους Έλληνες συγγραφείς, πιο γνωστοί είναι ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, μεταφραστής του Ντενί Γκετζ και ο Απόστολος Δοξιάδης, δημιουργός του graphic novel Logicomix. Και οι δύο έχουν σπουδάσει μαθηματικά.

Παραδείγματα πολλά. Άνθρωποι σημαντικοί που όλοι τους γνωρίζουμε, τους διαβάζουμε και ποιος ξέρει… μερικοί από αυτούς μπορεί να μας έχουν εμπνεύσει στη ζωή μας! Το ταλέντο και η κλίση δεν είναι μονόδρομος, αλλά λεωφόρος όπου συναντιούνται ιδέες και απόψεις από πολλούς διαφορετικούς χώρους, δίνοντας μια νέα οπτική γωνία των πραγμάτων σφαιρικότερη. Η ΝΑΣΑ, αποτίνοντας φόρο τιμής στο μεγάλο Άρθουρ Κλαρκ παραδέχτηκε: «Η διαστημική κοινότητα έχασε έναν θρυλικό πρωτοπόρο των διαστημικών πτήσεων, έναν οραματιστή του μέλλοντος, που ενέπνευσε χιλιάδες νέους ανθρώπους»

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Το άλικο γράμμα της επιστήμης

Ένα αγαπημένο χόμπι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκόσμια, είναι η δημιουργία και η αποκαθήλωση ειδώλων, συνήθως εν μία νυχτί. Ένας ολόκληρος κλάδος της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ αναλώνεται με θρησκευτική προσήλωση, στη δημιουργία πρωταγωνιστών για όλους εμάς, που σαν άλλο φιλοθεάμον κοινό, χρειαζόμαστε το παραμύθι τους για να βγούμε από τη μίζερη και τυχόν βαρετή πραγματικότητα. Παρόλ’ αυτά, αν και τις περισσότερες φορές το παραμύθι είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, κοινό και τύπος υπογράφει μια άτυπη συνθήκη συνενοχής σε μια ηθελημένη ψευδαίσθηση. Όμως, απέναντι στην αθώα πλευρά του παραμυθιού, υπάρχει η άβολη πραγματικότητα. Άβολη γιατί η ανάγκη για παραμύθια συνεπικουρείται από την ανάγκη για την ύπαρξη των «κακών» της ιστορίας. Υποκρισία, εθελοτυφλισμός, ηθικοφάνεια. Και το μήλο στον παράδεισο είχε καλή διαφήμιση, αλλά σαν και το δάγκωσες, ξεκίνησαν όλα… Η κοινωνία, στην ανάγκη της να πιστεύει σε παραμύθια, έχει ως αντίκτυπο να γίνεται ολοένα και πιο συντηρητική, αλλά και επιθετική σε οτιδήποτε της καταστρέφει την ιστορία. Το κοινό σκανδαλίζεται από τα παραστρατήματα, η μεγαλοθυμία του πάει περίπατο και οι πρωταγωνιστές δίνονται βορά στα θηρία.

Την εποχή μας την ονομάζουμε αυτάρεσκα σύγχρονη και προοδευτική, πιστεύοντας πως έχουμε αφήσει πίσω μας προκαταλήψεις και ταμπού του παρελθόντος. Αλλά κατά πόσο αυτό ισχύει; Όταν πιστεύουμε ότι θίγεται η αξιοπιστία και έχουμε την ανάγκη να προστατευτούμε και να αποκηρύξουμε την «παρακμή» αυτών των ατόμων, θέτοντάς τους στο περιθώριο; Στο βωμό της ακεραιότητας, θυσιάζουμε τα πάντα: επιτεύγματα, ταλέντο, προσφορά, ακόμα και τα ίδια τα πρόσωπα. Όμως, αποδιοπομπαίοι τράγοι δεν υπάρχουν μόνο στη μεσημεριανή ζώνη της τηλεόρασης, αλλά ακόμα και μέσα στην επιστημονική κοινότητα. Πόση σημασία έχει τελικά η προσωπική ζωή ενός ανθρώπου για να κρίνουμε την προσφορά του στην επιστήμη; Κατά πόσο μπορεί να διαπομπεύεται κάποιος που έχει προσφέρει στην πατρίδα του, μόνο και μόνο για κάποιες προσωπικές επιλογές, οι οποίες δεν βλάπτουν κανέναν; Η κοινωνία έχει ανάγκη από τις ψευδαισθήσεις της, δεχόμενη μόνο μία εκδοχή των πραγμάτων και απορρίπτοντας όλες τις υπόλοιπες. Προτιμά να εξαπατάται και να αρνείται να αποδεχτεί την αλήθεια, ακόμα και αν αυτή βρίσκεται μπροστά στα μάτια της. Ίσως γιατί το να απορρίπτεις είναι πιο εύκολο από το να αποδέχεσαι, πόσο μάλλον να κατανοείς. Η κοινωνία έχει ισχυρά ταμπού, από τα οποία πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει.

Ο Άλαν Τούρινγκ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1912 και από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια φάνηκε η μεγαλοφυΐα του. Λέγεται ότι μέσα σε τρεις εβδομάδες είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει, ενώ παρουσίαζε μεγάλη οικειότητα με τους γρίφους και τους αριθμούς. Μάλιστα, στα δεκάξι του χρόνια μελέτησε τη θεωρία του Αϊνστάιν και όχι μόνο την κατάλαβε, αλλά επέκτεινε τα ερωτήματα που έθετε ο ίδιος για την κίνηση σε ένα κείμενο που ποτέ δεν δημοσίευσε, παρά βρέθηκε στο αρχείο του μετά το θάνατό του. Οι γονείς του, θέλοντας το καλύτερο γι’ αυτόν, τον έγραψαν σε ένα φημισμένο ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, με προσανατολισμό στους κλασικούς, αλλά η κλίση του προς την επιστήμη και τα μαθηματικά δεν κέρδισαν το σεβασμό των δασκάλων του, με το διευθυντή να λέει ότι «ο μαθητής αυτός χάνει τον καιρό του. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μορφωμένος». Δυσπροσάρμοστος, αντικοινωνικός, εκκεντρικός και με ομοφυλοφιλικές τάσεις, η Αγγλία της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο για το νεαρό Άλαν. Η μητέρα του, αρνούμενη να παραδεχτεί ότι κάτι συνέβαινε με το γιο της, επέμενε πως «ο Άλαν είναι ένα φυσιολογικό αγόρι και θα μάθει μια μέρα να ελέγχει τους παράξενους στοχασμούς του για την ομορφιά, τη συνείδηση και πάνω απ’ όλα την επιστήμη».

Ο άδικος θάνατος του πρώτου του έρωτα (στο πρόσωπο ενός συμμαθητή του) από φυματίωση τον οδήγησε στη απόρριψη του Θεού. Ο θυμός που ένιωθε και η πίστη στον ψυχρό υλισμό ήταν απολύτως απαραίτητη για τη σημαντική ηλεκτρική συσκευή που φαντάστηκε μόλις μερικά χρόνια αργότερα. Είναι δύσκολο να συλλάβεις την ανθρώπινη σκέψη αν πιστεύεις στην αθάνατη ψυχή. «Η επιστήμη είναι μια διαφορική εξίσωση, με τη θρησκεία να αποτελεί οριακή συνθήκη», έγραψε.

Σπουδάζει μαθηματικά στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου (1931 – 1935), όπου μετά το πέρας των σπουδών του παραμένει ως συνεργάτης. Το καλοκαίρι του 1935 ακούει τις διαλέξεις του φιλόσοφου Ντέιβιντ Χίλμπερτ πάνω στη λογική, οι οποίες αφορούσαν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, θέτοντας το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να εκτελεστούν ορισμένες μακρές αλυσίδες συλλογιστικής. Οι περισσότεροι ερευνητές υπέθεταν ότι η απάντηση θα ερχόταν μέσω κάποιας θεωρητικής μαθηματικής απόδειξης. Στον Τούρινγκ, όμως, πάντα άρεσε να μαστορεύει. Φαντάστηκε μια πραγματική μηχανή που θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία μέσω των βημάτων του λογικού προβλήματος του Χίλμπερτ. Εντός των επόμενων λίγων μηνών, ο Τούρινγκ έδειξε ότι αυτή η φανταστική μηχανή μπορούσε να επιλύσει τα ερωτήματα που έβαζε ο Χίλμπερτ σχετικά με το πώς να αποδείξει την αλήθεια ή το ψεύδος κάθε αφηρημένης δήλωσης. Συνειδητοποίησε, ότι, θεωρητικά, μια μηχανή που θα λειτουργούσε μέσω αυτών των λογικών συνόλων, θα μπορούσε να κάνει σχεδόν οτιδήποτε. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ένα πρόβλημα θεωρείται επιλύσιμο αν μπορεί να το επιλύσει ένας αλγόριθμος, χωρίς να μας ενδιαφέρει πόσος χρόνος θα χρειαζόταν. Ακόμη κι αν χρειαζόταν χρόνος μεγαλύτερος από τη ζωή του σύμπαντος. «Η μαθηματική λογική μπορεί να θεωρηθεί σχηματική όπως ο συνδυασμός δύο εκτελέσεων, της ενόρασης και της επινοητικότητας».

Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει ο χειριστής της μηχανής θα ήταν να γράψει, πολύ καθαρά, τις οδηγίες που ήθελε να ακολουθήσει η μηχανή. Η μηχανή δεν θα χρειαζόταν να καταλάβει τι σήμαιναν αυτές οι οδηγίες, απλά θα έπρεπε να τις εκτελέσει. Ο Τούργινγκ απέδειξε ότι σχεδόν κάθε πράξη που μπορούσε να φανταστεί, η πρόσθεση αριθμών ή το να ζωγραφίσει μια εικόνα, μπορούσε να μεταφραστεί σε απλά λογικά βήματα που μια μηχανή θα μπορούσε να ακολουθήσει. Αυτή είναι γνωστή ως Μηχανή Τούρινγκ, μια μηχανή αυτόνομη και πλήρως μη συναισθηματική, που την περιέγραψε σε εργασία του 1937.

Το πιο αξιοσημείωτο στην εργασία του για τις μηχανές Turing ήταν ότι περιέγραφε ένα σύγχρονο υπολογιστή πριν η τεχνολογία φτάσει στο σημείο όπου η κατασκευή του θα ήταν μια ρεαλιστική πρόταση.

Παράλληλα, είχε ξεκινήσει να αναπτύσσει την έννοια του λογισμικού. Συνειδητοποίησε ότι η μηχανή του δεν θα ήταν πολύ χρήσιμη αν έπρεπε να ξαναφτιάχνεται κάθε φορά που της έδιναν ένα νέο πρόβλημα να λύσει. Αντίθετα, φαντάστηκε ότι τα εσωτερικά μέρη της μηχανής θα μπορούσαν να αναδιατάσσονται όπως χρειαζόταν. Αυτό το λογισμικό μπορεί να φαίνεται ότι είναι κομμάτι της συμπαγούς ουσίας του υπολογιστή, αλλά στην πραγματικότητα θα άλλαζε συνεχώς, ανασχηματιζόμενο διαρκώς, ακούραστα.

Μετά από ένα μικρό πέρασμα από τις ΗΠΑ, έλαβε το διδακτορικό του το 1938 από το Πρίνστον όπου εισήγαγε την έννοια του υπερ-υπολογισμού, επιτρέποντας ακόμα πιο ευρεία μελέτη των προβλημάτων. Η συνεργασία του όμως με τον φον Νόυμαν, ενός ανθρώπου με το ίδιο όραμα αλλά τελείως διαφορετικό χαρακτήρα, τον οδήγησαν να επιστρέψει στην Αγγλία. Το όραμά του για την κατασκευή της μηχανής δεν μπορούσε ακόμα να γίνει πραγματικότητα, καθώς τα μόνα εξαρτήματα που ήταν διαθέσιμα ήταν πολύ μεγάλα και ογκώδη.

Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου εργάστηκε στο απόρρητο πρόγραμμα για την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του γερμανικού ναυτικού από το βρετανικό στρατό. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί για να σπάσουν τους γερμανικούς κωδικούς, παρά απέδειξε ότι γύρω στους ένα εκατομμύριο συνδυασμούς ήταν αρκετοί. Για το λόγο αυτό, κατασκεύασε μια ηλεκτρομηχανική μηχανή, τη «βόμβα». Επίσης, εφεύρε την τεχνική Banburismus για να βοηθήσει στο σπάσιμο της Γερμανική κρυπτογραφικής συσκευής. Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκε ο πρώτος ψηφιακός προγραμματίσιμος ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο Κολοσσός. Υπολογίζεται ότι η λήξη του Πολέμου στην Ευρώπη επισπεύτηκε για δύο χρόνια λόγω της αποκρυπτογράφησης των γερμανικών κωδικών στις επικοινωνίες. «Έτσι, τα Γερμανικά πλοία έχασαν το πλεονέκτημά τους, αφού μπορούσαν να εντοπιστούν σχετικά εύκολα, αποκρυπτογραφώντας τις συντεταγμένες, την πορεία τους και άλλες επικοινωνίες. Πάρα πολλοί άνθρωποι που ταξίδευαν στις θάλασσες κατά τον Πόλεμο οφείλουν τη ζωή τους στη δουλειά αυτού του ανθρώπου στην επιστήμη της κρυπτογραφίας. Με την ίδια εφαρμογή, μπορούσαν να αποκρυπτογραφούνται και οι επικοινωνίες των Δυνάμεων Αέρος και Ξηράς του Άξονα», γράφει ο Ντέιβιντ Μποντάνις, βιογράφος του Τούρινγκ.

Μετά τον πόλεμο, και ενώ είναι αναπληρωτής διευθυντής στο εργαστήριο υπολογισμού στο Μάντσεστερ, με το βάρος την ομοφυλοφιλίας να του είναι αβάσταχτο, και χωρίς να μπορεί να μιλήσει σε κανέναν που θα τον καταλάβαινε, άρχισε να σκέφτεται το τι σήμαινε να είσαι ένα πραγματικά μοναχικό πλάσμα. Η μητέρα του συνέχισε να του γράφει τακτικά ρωτώντας τον απολογητικά εάν είχε προχωρήσει στην αναζήτηση συζύγου. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να της απαντά με συμβατικά ψέματα. Από αυτό κατέληξε σε μια εργασία πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη και τη φύση της αυτοσυνείδησης, προτείνοντας ένα πείραμα γνωστό σήμερα ως «Δοκιμή Τούρινγκ», μια προσπάθεια να καθοριστούν πρότυπα για μια μηχανή που καλείται νοήμων: δηλαδή εάν είναι δυνατό να ειπωθεί ότι μια μηχανή γνωρίζει και μπορεί να σκεφτεί. «Ένας υπολογιστής αξίζει να αποκαλείται έξυπνος αν μπορεί να εξαπατήσει έναν άνθρωπο και να τον κάνει να πιστέψει ότι είναι άνθρωπος», έγραφε. Επίσης, σχεδίασε έναν από τους πρώτους ηλεκτρονικούς προγραμματίσημους ψηφιακούς υπολογιστές, εργάστηκε πάνω στο σχέδιο της αυτόματης μηχανής υπολογισμού και το 1946 παρουσιάζει το πρώτο πλήρες σχέδιο ενός υπολογιστή. Τα αποτελέσματά του ήταν ενθαρρυντικά: «Οι μηχανές με εκπλήσσουν συνέχεια!», θα περηφανευτεί. «Πιστεύω ότι μέχρι το τέλος του αιώνα η χρήση των λέξεων και η γενική εκπαίδευση θα αλλάξουν τόσο πολύ ώστε κάποιος θα είναι ικανός να μιλά σε σκεπτόμενες μηχανές χωρίς να περιμένει να διαψευστεί», εκφράζει την αισιοδοξία του. Πέρα από την επιστήμη των υπολογιστών, ο Τούρινγκ εργάστηκε από το 1952 στη μαθηματική βιολογία, δηλαδή την υπολογιστική προσομοίωση της βιολογικής ανάπτυξης.

Και τότε έρχεται η αρχή του τέλους. Το 1952, ο εραστής του βοήθησε έναν συνεργό προκειμένου να διαρρήξει το σπίτι του Τούρινγκ. Ο Τούρινγκ πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει το έγκλημα. Ως αποτέλεσμα της έρευνας της αστυνομίας, ο Τούρινγκ παραδέχτηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος και χρεώθηκε με την κατηγορία της σεξουαλικής διαστροφής, καθώς η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη τότε στην Αγγλία. Τελικά καταδικάστηκε, και προκειμένου να γλιτώσει τη φυλακή δέχτηκε να υποστεί μια ορμονική «θεραπεία» για τη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας με λήψη οιστρογόνων. Η θεραπεία είχε σοβαρές παρενέργειες, καθώς τον δυσκόλευε να συγκεντρωθεί, του προκάλεσε κατάθλιψη, αλλά το σοβαρότερο ήταν πως άρχισε να αναπτύσσει στήθος. Ταυτόχρονα, μια από τις επιπτώσεις της καταδίκης ήταν πως έχασε το δικαίωμα να εργάζεται. Η σταδιοδρομία του, η ζωή του, το σώμα του, το μυαλό του είχαν καταστραφεί.

Το 1954 βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Δίπλα του υπήρχε ένα μισοφαγωμένο μήλο, εμποτισμένο με κυάνιο. Ήταν μόλις 41 ετών.

Λέγεται ότι το λογότυπο της Apple αναφέρεται σε αυτό το γεγονός, με την εταιρεία ποτέ να μην το έχει επιβεβαιώσει.

Η οικογένειά του επιμένει ότι ο θάνατός του ήταν ατύχημα, ενώ άλλοι έχουν κάνει λόγο ακόμα και για δολοφονία από τις Μυστικές Πληροφορίες για τυχόν διαρροή πληροφοριών. «Πάντα αποθήκευε απρόσεκτα εργαστηριακά χημικά», επιμένει η μητέρα του. Εν’ τούτοις, οι κοντινοί του άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι ο Τούρινγκ επέλεξε να αυτοκτονήσει με αυτόν τον τρόπο «για να δώσει στη μητέρα του κάποια εναλλακτική αιτία».

Την τελευταία δεκαετία πλήθος Βρετανών απαίτησε από την κυβέρνηση να ζητήσει, έστω και καθυστερημένα συγνώμη από τον Τούρινγκ για τον τρόπο που του φέρθηκε, μην αναγνωρίζοντας την προσφορά του. «Έσπασε τον μυστικό κώδικα των ναζί, αλλά δεν ανακηρύχθηκε ήρωας. Αντίθετα, τον καταδίωξαν επειδή ήταν ομοφυλόφιλος», γράφει στις 22/8/2009 η Independent. «Μετά τον Πόλεμο, όταν ο ρόλος του δεν αποτελούσε πια εθνικό μυστικό, θα έπρεπε να είχε χαρακτηριστεί σωτήρας του έθνους και να χριστεί Ιππότης» λέει ο Βρετανός καθηγητής Ρίτσαρντ Ντόκινς, ένας από τους 2.500 ανθρώπους που έχουν υπογράψει το σχετικό υπόμνημα προς την κυβέρνηση. «Αντί γι΄ αυτό, η ευγενική και εκκεντρική αυτή διάνοια οδηγήθηκε στην καταστροφή εξαιτίας ενός “εγκλήματος” που διέπραττε στον ιδιωτικό του χώρο, χωρίς να βλάπτει κανέναν».

Τελικά, ο Γκόρντον Μπράουν ζήτησε συγνώμη στις 12/9/2009: «… εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης και από όλους αυτούς που ζουν ελεύθεροι εξαιτίας της δουλειάς του Άλαν, είμαι περήφανος να πω: λυπούμαστε, άξιζες κάτι καλύτερο…»