Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

«Μεταξύ διάνοιας και γενοκτονίας»: ο πατέρας του χημικού πολέμου

Ο χώρος της επιστήμης αποτελεί ένα από τα πιο γόνιμα πεδία της ανθρώπινης σκέψης και προβληματισμού, προσφέροντας καρπούς που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που ζούμε την καθημερινότητά μας, ακόμα και την ηθική μας. Αν και διατυμπανίζεται παντού γύρω μας ότι ζούμε στην εποχή της παρακμής και της κατάπτωσης της ηθικής στο κυνήγι του «αμερικάνικου ονείρου», έχουμε φτάσει σε ένα τέλμα όπου πλέον τα αδιέξοδα διαγράφονται πεντακάθαρα μπροστά μας. Μήπως η σύγκρουση φαντάζει αναπόφευκτη; Τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με νέα γνώση και παιδεία. Κι όμως, το σύστημα της εκπαίδευσης είναι αυτό που απορροφά οικονομικούς πόρους και βρίσκεται στο επίκεντρο των ενεργειών όλου του σύγχρονου κόσμου, έχοντας συστηματοποιήσει την προσφορά και την ανάπτυξη της γνώσης, με αποτέλεσμα να εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο τη διάνοια και το ταλέντο των νέων, παρέχοντας στον κόσμο όλο και περισσότερους επιστήμονες με εξειδικευμένη γνώση.

Όμως.. για ένα λεπτό. Η αντίφαση πλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τι μας φταίει και ενώ έχουμε περισσότερους και καλύτερα μορφωμένους ανθρώπους, τα προβλήματα διογκώνονται και φαντάζουν αξεπέραστα; Ίσως τελικά απλά κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Είναι καίριο το παράδειγμα μιας τραγικής και αποκηρυγμένης από την ιστορία φιγούρας, όπου ο φανατισμός, η εθνική υπερηφάνεια, η προσωπική αλαζονεία, αλλά και το ταλέντο και η επιστημονική κατάρτιση ήταν εκείνα τα συστατικά μιας προσωπικότητας που στιγμάτισε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Εξάλλου, η επιστήμη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μέσο. Η δύναμη που κινεί τα νήματα. Αλλά δεν αποφασίζει αυτή προς τα πού. Τη φορά την επιλέγουμε εμείς. Και πρέπει να έχουμε την ευθύνη της επιλογής και της συμμετοχής. Για παράδειγμα, το μαχαίρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψουμε το φαγητό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να δολοφονήσει. Μπορούμε να κατηγορήσουμε το μαχαίρι για τη χρήση που θα κάνει ο άνθρωπος;

Τι γίνεται όμως όταν ο ίδιος ο «εφευρέτης» του μαχαιριού αποφασίζει να δώσει οδηγίες για τον τρόπο δολοφονίας; Η περσόνα ενός επιστήμονα, ο οποίος δίχως ηθικούς φραγμούς εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της τεχνολογίας για να κυριαρχήσει στον κόσμο είναι γνωστή σε όλους μέσα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.

Κάτι τέτοιο έκανε ο Φριτς Χάμπερ (1868 – 1934), ο αποκαλούμενος και πατέρας του χημικού πολέμου, υπεύθυνος του γερμανικού στρατού για τα χημικά στη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, στον οποίο οφείλεται η επίθεση τον Απρίλιο του 1915 σε Γάλλους στρατιώτες. Ο Χάμπερ ήταν εβραϊκής καταγωγής, από οικογένεια γνωστών εμπόρων. Οι σπουδές του λαμπρές, στα καλύτερα πανεπιστήμια της Γερμανίας (Χαϊδελβέργη, Βερολίνο) και με τους καλύτερους δασκάλους. Τα χρόνια που τον καθιέρωσαν ήταν από το 1894 ως το 1911, όπου, μαζί με τον Καρλ Μπος ανέπτυξαν, στο Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης, τη Μέθοδο Χάμπερ – Μπος, που συνίσταται στην καταλυτική σύνθεση αμμωνίας από υδρογόνο και άζωτο του αέρα σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση. Η σημαντικότητα της μεθόδου είναι τεράστια, καθώς ανεξαρτητοποίησε την παραγωγή προϊόντων του αζώτου από τα αποθέματα των ορυκτών του. O Βάκλαβ Σμιλ, στο βιβλίο του ‘Εμπλουτίζοντας τη Γη’, θεωρεί ότι η Μέθοδος Χάμπερ – Μπος ήταν «πιο θεμελιώδους σημασίας για το σύγχρονο κόσμο από το… αεροπλάνο, την πυρηνική ενέργεια, τις διαστημικές πτήσεις ή την τηλεόραση. Η αύξηση του πληθυσμού από 1.6 δισεκατομμύρια το 1900 σε 6 δισεκατομμύρια το 2000 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη σύνθεση της αμμωνίας». Με τον τρόπο αυτό μπόρεσαν να παραχθούν φτηνά λιπάσματα, ώστε να αποτραπεί η πείνα εξαιτίας του υπερπληθυσμού και για το λόγο αυτό τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1918. Η Παγκόσμια Ένωση Αγροτικής Βιομηχανίας αναφέρει ότι περισσότερα από 100 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων έχουν παραχθεί με τη μέθοδο Χάμπερ – Μπος. Η διαδικασία εφαρμόζεται κάθε χρόνο παγκοσμίως, με πάνω από το μισό ποσοστό να αφορά καλλιέργειες δημητριακών. Αλλά και η προσωπική του ζωή πήγαινε καλά, καθώς το 1901 παντρεύτηκε την Κλάρα Ίμεβαρ, επίσης χημικό και από τις πρώτες γυναίκες που έλαβαν διδακτορικό στη Χημεία παγκοσμίως.

Το 1912 ο Χάμπερ διορίστηκε διευθυντής του εργαστηρίου Φυσικοχημείας στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουίλεμ στο Βερολίνο, ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ινστιτούτα μέχρι σήμερα. Δυο χρόνια μετά, η σκιά ενός πολέμου που θα ενέπλεκε όλη την Ευρώπη έφτανε στη Γερμανία. Ο φόβος αλλά και η προοπτική μιας ισχυρής Γερμανίας οδήγησαν τον πατριώτη Χάμπερ να προσφέρει εθελοντικά τους χώρους του εργαστηρίου και τις υπηρεσίες του προς το γερμανικό κράτος. Αρχικά ανέπτυσσε αντιψυκτικά, ενώ στη συνέχεια, το Γερμανικό Γραφείο Πολέμου ζήτησε τη βοήθειά του για την κατασκευή ενός χημικού όπλου που θα οδηγούσε τον εχθρό έξω από τα χαρακώματα. Τον Ιανουάριο του 1915, το πρώτο δείγμα ήταν έτοιμο. Ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την παραγωγή αερίου χλωρίου που δοκιμάστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους στη Δεύτερη Μάχη του Υπρ, στην οποία ο Χάμπερ ήταν παρόν για να καθοδηγήσει τους Γερμανούς στρατιώτες. 5.000 κύλινδροι αερίου χλωρίου απελευθερώθηκαν σε απόσταση 3.5 μιλίων. Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει αν ο αέρας άλλαζε κατεύθυνση αμέσως μετά την απελευθέρωση των αερίων, ήταν πως μπορούσαν να κατευθυνθούν προς αυτούς που τα απελευθέρωσαν. Όμως, η συγκεκριμένη επίθεση πήγε καλά (για τους Γερμανούς), οδηγώντας σε 150.000 θανάτους, καθώς η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις γαλλικές γραμμές, κάτι που όμως η γερμανική ηγεσία δεν ήταν έτοιμη να εκμεταλλευτεί. Αλλά είχε στα χέρια της ένα νέο όπλο και το ταλέντο ενός φιλόδοξου επιστήμονα, έτοιμο να προετοιμάσει το έδαφος για νέες ρίψεις.

Τα χημικά όπλα (αέρια), κατέληξαν να γίνουν το μεγάλο πάθος του Χάμπερ, ο δούρειος ίππος με τον οποίο θα πραγματοποιούσε τη φιλοδοξία του για εξουσία, φήμη και να χαρακτηριστεί εθνικός ήρωας. Την ίδια στιγμή, το χάσμα με τα αγαπημένα του πρόσωπα μεγάλωνε, καθώς δεν άντεχαν τις θυσίες που έκανε επικαλούμενος την πατριωτική του συνείδηση. Η Κλάρα δεν σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια και να αποδεχτεί τη συνενοχή της σε ένα έγκλημα εναντίον τόσων πολλών ανθρώπων και στο ξεπούλημα της επιστήμης της από τα ιδανικά της προσφοράς και της υπηρεσίας στο συνάνθρωπο. Ο ίδιος προφασιζόταν ως δικαιολογία ότι παρόλο που μισούσε τον πόλεμο, με τη χρήση των χημικών θα οδηγούσε γρηγορότερα στο τέλος του, αλλά η Κλάρα το έβλεπε ως «παραστράτημα από την επιστήμη». Στα όνειρά της οι φωνές των Γάλλων στρατιωτών την στοίχειωναν. Οι Ερινύες, για όσους ακόμα είχαν αυτιά, ζητούσαν αίμα. Τον Μάιο του 1915, χρησιμοποιώντας το υπηρεσιακό όπλο του συζύγου της, έδωσε τέλος στη ζωή της, γεγονός που λίγο ρίγησε τον Χάμπερ, καθώς, μόλις την έθαψε, την ίδια μέρα αναχώρησε για το Ανατολικό Μέτωπο ώστε να επιβλέψει την επίθεση εναντίον των Ρώσων.

Όσο για τύψεις; Άγνωστη λέξη. Ο Χάμπερ ήταν υπερήφανος γι' αυτές τις υπηρεσίες που προσέφερε προς την πατρίδα του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις οποίες εξάλλου και παρασημοφορήθηκε. Του δόθηκε επιπλέον ο βαθμός του λοχαγού από τον Κάιζερ, γεγονός σπάνιο για έναν επιστήμονα μεγάλης ηλικίας (ήταν πάνω από 40, μεγάλος για εκείνη την εποχή). Είχε γίνει διάσημος. Ο Τσόρτσιλ αναφέρει γι’ αυτόν: «Είναι πολύ περίεργο το ότι για την εφεύρεση του καθηγητή Χάμπερ οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο μετά την εξάντληση των αρχικών αποθεμάτων τους. Η εφεύρεση αυτού του ανθρώπου κατέστησε δυνατή την παροχή εκρηκτικών για όλους τους σκοπούς, αλλά και να καλύψει τις ανάγκες της γεωργίας σε χημικές κοπριές. Είναι ένα σημαντικό γεγονός και δείχνει τι σκοτεινά και συμπτωματικά περιστατικά επιστημονικής ανακάλυψης μπορούν να οδηγήσουν την τύχη των ανθρώπων».

Και φυσικά δεν το έβαλε κάτω… Μαθηματικοποίησε ακόμα και το θάνατο, βρίσκοντας μια σχέση ανάμεσα στη συγκέντρωση του αερίου και στο χρόνο εκθέσεως που απαιτείται μέχρι να επέλθει ο θάνατος, το γνωστό Κανόνα του Χάμπερ, παρατηρώντας ότι η έκθεση σε χαμηλές συγκεντρώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα ισοδυναμεί με έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις για μικρό χρονικό διάστημα. Δηλαδή, ένα κράτος μπορεί να δολοφονήσει τον εχθρό είτε «μια κι έξω», είτε να αποδυναμώσει έναν πληθυσμό σιγά σιγά, όπως είναι το Σύνδρομο του Κόλπου, όπου θύματα ήταν οι ίδιοι οι Αμερικανοί στρατιώτες.

Μπορεί στην εποχή του Χάμπερ να μην υπήρχαν τα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά οι φωνές διαμαρτυρίας για την ηθική ενός νομπελίστα (όπου μάλιστα βραβεύτηκε με το Νόμπελ μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου) ακούγονταν και εστιάζονταν στο ότι ο θάνατος από χημικά αέρια ήταν απάνθρωπος και πολεμικά ανήθικος (σε μια εποχή όπου οι όροι «όπλα μαζικής καταστροφής» και «πυρηνικός πόλεμος» ήταν άγνωστα). Ο Χάμπερ βγήκε επίσημα να τα υπερασπιστεί λέγοντας ότι «ο θάνατος στον πόλεμο παραμένει θάνατος, ανεξάρτητα από το μέσο». Μάλιστα, υποστήριξε ότι ο ίδιος «ο Άλφρεντ Νόμπελ δεν είχε ανακαλύψει τίποτα άλλο παρά την πυρίτιδα».

Μετά το τέλος του πολέμου αφοσιώθηκε στη μελέτη των χημικών αερίων. Στο εργαστήριό του στο Βερολίνο αναπτύχθηκε το υδροκυάνιο, γνωστό και ως Zyklon B, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο, αλλά ήταν και το χημικό των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και μιας και αναφέραμε τους Ναζί, τι στην ευχή έγινε με την εβραϊκή καταγωγή του Χάμπερ με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία; Ο Χάμπερ, μην πιστεύοντας σε Θεούς και δαίμονες, είχε βαπτιστεί χριστιανός το 1905 για επικοινωνιακούς λόγους. Όμως, επειδή το αίμα νερό δεν γίνεται και το πρόβλημα ήταν η καταγωγή και όχι η θρησκεία, το 1933 αναγκάστηκε να πάρει την οικογένειά του (είχε ξαναπαντρευτεί το 1917) και να φύγει για την Αγγλία. Τον Ιανουάριο του 1934 πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Βασιλεία της Ελβετίας, καταρρακωμένος από τη συκοφαντική δυσφήμιση του έργου του από την πατρίδα του. Χαρακτηριστικό είναι πως στο έγγραφο της παραίτησής του ανέφερε πως: «πάντα διάλεγα τους συνεργάτες μου με βάση τις ικανότητες και όχι την καταγωγή…». Ο φιλόδοξος επιστήμονας από ήρωας έγινε αποδιοπομπαίος τράγος. Ειρωνεία ή μήπως η ιστορία ξεπλήρωσε απλά ένα γραμμάτιο;

Παράδοξη είναι η φιλία του με τον Αϊνστάιν, με τον οποίο ήταν άκρως αντίθετοι ως χαρακτήρες. Από τη μία ο φιλειρηνιστής και ιδεαλιστής Αϊνστάιν και από την άλλη ο πολεμοκάπηλος πατριώτης και ρεαλιστής Χάμπερ. «Η ζωή του Χάμπερ ήταν σαν έλασμα για τον Αϊνστάιν και περιλάμβανε μέσα της το θρίαμβο και τη δίωξη του εβραϊκού λαού», αναφέρει ο David Goldsmith. Η φιλία των δυο τους παρουσιάζεται στο θεατρικό έργο «Το δώρο του Αϊνστάιν» του Βερν Θίσεν (2005).

Όπως σχολιάζει ο κριτικός Μπράιν Σκοτ Λίπτον, ο Αϊνστάιν και ο Χάμπερ παρουσιάζονται να έχουν μια διακεκομμένη φιλία, που συνοδευόταν από βαθύ σεβασμό του ενός από τον άλλο για τις επιστημονικές του ανακαλύψεις. Αυτή παρέμεινε παρόλες τις καταφανείς διαφορές στη φιλοσοφία της επιστημονικής πρακτικής: ο Αϊνστάιν εστιαζόταν στην αποκάλυψη των μυστικών της φύσης μέσω της θεωρητικής έρευνας, ενώ ο Χάμπερ επέμενε ότι η επιστήμη χωρίς φανερές εφαρμογές είχε μικρή αξία.

Ο κριτικός Αντρέα Στίβενς προβληματίζεται: «Θα πρέπει η επιστήμη να έχει όρια; Να λογοκρίνει τις εφαρμογές της; Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν λέει. Αλλά, η ηθογραφία των δυο αντρών δείχνει ότι ο ηθικός προβληματισμός του Αϊνστάιν και οι αμφιβολίες του (απαρνήθηκε τη γερμανική υπηκοότητα το 1933 και μετανάστευσε στις ΗΠΑ) είναι προτιμότερες σε σχέση με τον φιλόδοξο και έντονα πατριώτη Χάμπερ, που έγινε χριστιανός μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν οι Ναζί. Αν και τα επιστημονικά επιτεύγματα και των δυο αντρών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη χώρα τους: τα δηλητηριώδη αέρια του Χάμπερ στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ζάικλον Β από τους Ναζί, ενώ η θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν βοήθησε στην ανάπτυξη της ατομικής βόμβας που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ».

Η βασική εστία του θεατρικού είναι η ευθύνη του επιστήμονα για τεχνολογίες που προέρχονται από τη βασική έρευνα, ειδικά εκείνες που είναι ικανές για μαζική καταστροφή. Έχει το δικαίωμα ή το καθήκον ο επιστήμονας, ως αυθεντία, να αυτολογοκρίνεται; Και τι ρόλο μπορεί να έχει η ηθική όπως αυτή απορρέει από την παιδεία και τα πιστεύω του κάθε επιστήμονα; Όμως η ίδια ιστορία μας δείχνει ότι ο επιστήμονας είναι παιδί της εποχής του και κομμάτι της κοινωνίας. Η συλλογική ευθύνη αναδύεται από τα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η εκμετάλλευση του έργου τους και η διαχείρισή του ξεπερνά τα ατομικά πλαίσια: είναι ευθύνη του πολιτισμού που παράγουμε. Στο πρόσωπο του Χάμπερ βλέπουμε ότι η επιστήμη και η έρευνα είναι ικανές για το καλύτερο και το χειρότερο. Η προσφορά για ανύψωση αλλά και η καταστροφή είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το πώς θα στρέψουμε το νόμισμα και αν θα κάτσει κορώνα ή γράμματα είναι τελικά συνδυασμός της προσωπικής ευθύνης και της κοινωνίας.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Ο άνθρωπος κοιτάει τα άστρα… και ονειρεύεται

«Πίσω από κάθε ζωντανό πλάσμα υπάρχουν τριάντα φαντάσματα. Αυτή είναι η σχέση ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Εκατό περίπου δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα έχουν ζήσει στον πλανήτη μας από τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά ζωή. Ο αριθμός αυτός παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί κατά κάποια περίεργη σύμπτωση, υπάρχουν κι εκατό περίπου δισεκατομμύρια άστρα στον αστρικό μας χώρο, δηλαδή στο Γαλαξία μας. Έτσι, για κάθε άνθρωπο που κάποτε έζησε λάμπει στο διάστημα κι ένα άστρο».

Με τα παραπάνω λόγια ξεκινάει το βιβλίο «Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Άρθουρ Κλαρκ, δείχνοντας με ανάγλυφο τρόπο πόσο άμεσα συνυφασμένη είναι η παρατήρηση των αστεριών με τον άνθρωπο. Η Αστρονομία γεννήθηκε από την ανίκητη δίψα του ανθρώπου να κατανοήσει το Σύμπαν και να βρει απαντήσεις που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα όρια. Είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο ο ίδιος ο άνθρωπος και δείγματα των παρατηρήσεων του ουρανού βρίσκουμε σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Ο άνθρωπος ανέκαθεν αναζητούσε στα άστρα να βρει το ρόλο και τη θέση του στη δημιουργία του Θεού. Τοποθετώντας την εστία του ενδιαφέροντος έξω από τον εαυτό του, έρχεται αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα των αστρονομικών μελετών, διαρκώς επανεκτιμά τη θέση του μέσα στον ευρύτερο κοσμικό χώρο, ενώ και η ίδια η φιλοσοφία διαμορφώνεται ανάλογα, επιτρέποντάς του «να ξεφύγει από τα δεσμά της καθημερινότητας, από τον περιορισμένο ορίζοντα της ενασχόλησής του», όπως αναφέρει ο Χρίστος Γούδης, πρόεδρος της Εθνικής Αστρονομικής Επιτροπής. Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, μπορούμε επιπλέον να εκτιμήσουμε γιατί στην ευχή είναι τόσο σημαντικά όσα έμαθε και πόσο τον επηρέασε όλη αυτή η ενόραση μέσω της κλειδαρότρυπας του έργου του Θεού.

Αρχικά, η παρατήρηση του ουρανού βοηθούσε στον προσανατολισμό και στη δημιουργία ενός ημερολογίου, αλλά επίσης εξέφραζε το δέος και το φόβο προς τα φαινόμενα που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να ελέγξει. Ο Ήλιος και η Σελήνη θεοποιήθηκαν και προσωποποιήθηκαν (Ήλιος  Απόλλωνας ή αιγυπτιακά Ρα, Μητέρα Γη, Πατέρας Ουρανός), ενώ οι πόλεμοι, οι πλημμύρες και το πεπρωμένο του ανθρώπου καθορίζονταν από τις θέσεις των πλανητών, δηλαδή η αρχική παρατήρηση του αστροφώτιστου ουρανού ήταν μαγικής και αστρολογικής φύσεως. Μπορεί βέβαια κάτι τέτοιο να μην προσεγγίζει καν τον όρο της επιστήμης, αλλά βοήθησε στη χαρτογράφηση των αστέρων και στις μεγάλης ακριβείας μετρήσεις των αστρονομικών φαινομένων. Μια ανάγκη που εκμεταλλεύονταν πρακτικά οι γεωργοί ώστε να κατορθώσουν να κάνουν εκτιμήσεις για τις καλλιέργειές τους (βροχών και καθορισμός εποχών)

Τι συμβόλιζαν όμως τα αστέρια για τον απλό κόσμο; Για κάποιες φυλές δεν ήταν παρά οι πρόγονοί τους, τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει και «μας παρακολουθούν από ψηλά», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μουφάσα στον μικρό Σίμπα στην ταινία της Ντίσνεϋ ‘Ο βασιλιάς των λιονταριών’. Για άλλους τα άστρα (ακόμα και σήμερα, που οι αστρολογικές προβλέψεις αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα για να αρχίσει η μέρα μετά τον πρωινό καφέ) σημαίνουν οιωνούς, καλούς ή κακούς και οι ζωές των ανθρώπων προσαρμόζονται ανάλογα. Για τους αθεράπευτα ρομαντικούς, τα αστέρια δεν είναι παρά η απόδειξη της απεραντοσύνης και της μεγαλειότητας του Σύμπαντος, ένα μικρό μέρος της οποίας είμαστε εμείς.

Οι αστρονομικές γνώσεις αρχαίων πολιτισμών φαίνονται και από τα αρχαιολογικά μνημεία, τα οποία έχουν αστρονομικό προσανατολισμό, συνδέονται δηλαδή με αστρονομικά φαινόμενα, όπως η Μεγάλη Πυραμίδα του Χέοπα, το Στόουνχετζ, το Μάτσου Πίτσου και η πυραμίδα Ίνστεν Ίτζα των Μάγιας με τα παιχνιδίσματα του φωτός κατά τις ισημερίες. Το ημερολόγιο των Μάγιας, επίσης, είναι εκπληκτικής ακρίβειας.

Αξιόπιστη πηγή για αστρονομικές γνώσεις αποτελεί η μυθολογία των Βαβυλώνιων, των Χαλδαίων, των Ινδών, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για αστρονομικές παρατηρήσεις και από τους Κινέζους. Όλοι οι παραπάνω λαοί είχαν ονομάσει τους αστερισμούς, είχαν αναπτύξει ημερολόγια και κατέγραφαν τις εκλείψεις του Ήλιου και της Σελήνης.

Οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν οι πρώτοι για τους οποίους υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες πως προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω. Ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν τα αστέρια με επιστημονικό τρόπο, δηλαδή προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περιβάλλει με τη βοήθεια των μαθηματικών, δίνοντας φιλοσοφικό νόημα στις απαντήσεις που έδωσαν για τη δομή και το σκοπό του Σύμπαντος. Ο Μεσαίωνας και η καθολική εκκλησία στάθηκε εμπόδιο για περαιτέρω ανάπτυξη της αστρονομίας, και έπρεπε να περάσουν περίπου 2000 χρόνια και ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών προκειμένου να εξελιχθεί η εικόνα με την οποία βλέπει ο άνθρωπος το Σύμπαν.

Άμεση συνέπεια της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας τον τελευταίο αιώνα, είναι η τεράστια εξέλιξη και στον τομέα της Αστρονομίας, τόσο με τη Διαστημική, όσο και με τη βελτίωση των οργάνων. Για το λόγο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αστρονομία είναι η πιο παλιά, αλλά ταυτόχρονα και μια από τις πιο σύγχρονες επιστήμες.

Ας δούμε πώς εξελίσσεται η αντίληψη του κόσμου και του ρόλου μας σε αυτόν με πρώτο σταθμό την αρχαιότητα και τον Αριστοτέλη. Στο έργο του «Περί Ουρανού», αναφέρει ότι η Γη είναι στρογγυλή, «η γήινη σκιά πάντα έκανε μια κυκλική στεφάνη πάνω στο φεγγάρι κατά τη διάρκεια μιας σεληνιακής έκλειψης, η οποία εξηγείται μόνο αν η Γη ήταν σφαιρική. Εάν η Γη ήταν ένας δίσκος, η σκιά της θα εμφανιζόταν ως επιμηκυσμένη έλλειψη τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της έκλειψη», ενώ έβαλε τη Γη στο κέντρο του Σύμπαντος, με τον Ήλιο και τη Σελήνη «να κινούνται σε κυκλικές τροχιές γύρω από τη Γη. Ομοίως, οι κινήσεις των υπόλοιπων πλανητών είναι συνδυασμός κυκλικών κινήσεων γύρω από τη Γη». Ο Αριστοτέλης ήταν υπέρμαχος του γεωκεντρικού μοντέλου, μια αντίληψη βαθιά συμβολική και ιδεατή, καθώς αντιπροσώπευε μια τάξη πραγμάτων και την τελειότητα, μέσω των κυκλικών τροχιών. Αποτελούσε προέκταση των πιστεύω του για τη θέση που έχουν τα πράγματα.

Ο Ερατοσθένης (276 – 194 πΧ) ήταν ο πρώτος που πέρα από τους μαθηματικούς υπολογισμούς σχεδίαζε πειράματα προκειμένου να αποδείξει τη θεωρία του. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πέρασε στην Αλεξάνδρεια, όπου υπήρξε διευθυντής του Μουσείου. Το πιο σημαντικό πείραμά του ήταν η μέτρηση της ακτίνας της Γης, κάνοντας παρατηρήσεις στην Αλεξάνδρεια και τη Συήνη (το σημερινό Ασσουάν). Μέτρησε την απόσταση ανάμεσα στις δύο πόλεις και το μήκος της σκιάς μιας ράβδου στην Αλεξάνδρεια κατά τη διάρκεια του θερινού ηλιοστάσιου το μεσημέρι, θεωρώντας ότι στη Συήνη οι ακτίνες του Ήλιου την ίδια ώρα δεν δημιουργούν σκιά, δηλαδή ο Ήλιος πέφτει κάθετα (να τονιστεί ότι οι δυο μετρήσεις έγιναν ταυτόχρονα), οπότε, από το μέγεθος της σκιάς, υπολόγισε τη γωνία θ ανάμεσα στη ράβδο και τις ακτίνες του Ήλιου. Μέσω ομοίων τριγώνων, εξίσωσε δυο κλάσματα, την αναλογία της γωνίας θ προς 360ο (μοίρες ενός πλήρους κύκλου, όπως θεώρησε την περιφέρεια της Γης) με την απόσταση των πόλεων προς την περιφέρεια της Γης L. Έτσι, έλυσε ως προς την περιφέρεια της Γης, από την οποία μετά υπολόγισε την ακτίνα (L = 2πρ).

Ο αντίκτυπος της αριστοτελικής θεωρίας και του γεωκεντρικού συστήματος επηρέασε τον τρόπο σκέψης για πάνω από 1900 χρόνια. Μέσα από τις μελέτες των μοναχών – το μοναδικό μέρος παιδείας και πολιτισμού κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όπου η Καθολική Εκκλησία ασκούσε καταλυτική επιρροή σε θέματα κουλτούρας και οι συνεχείς πόλεμοι μεταξύ των νεοσύστατων κρατών της Δυτικής Ευρώπης εξουθένωναν τους κατοίκους, οι οποίοι μόνο με τη μόρφωσή τους δεν ασχολούνταν – η θεωρία του ενσωματώθηκε στο δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς συμβάδιζε με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο και το Θεό. Κατά συνέπεια, το γεωκεντρικό σύστημα έγινε μέρος της θρησκείας και όποιος τολμούσε να το αμφισβητήσει είχε να αντιμετωπίσει την Ιερά Εξέταση ως αιρετικός.

Ωστόσο, αν και είχε ξεχαστεί με το πέρασμα του χρόνου, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 – 230 πΧ) είχε διατυπώσει τη θεωρία του Ηλιοκεντρικού Συστήματος, την οποία επανέφερε στο προσκήνιο ο Νικόλαος Κοπέρνικος (1473 – 1543) και την απέδειξε ο Γαλιλαίος (1564 – 1642) μέσω παρατηρήσεων με το τηλεσκόπιο που ο ίδιος εφεύρε. Παρ’ όλα αυτά, η Καθολική Εκκλησία που ήταν αρκετά ισχυρή και είχε την εξουσία, με βαθιά ριζωμένη την αντίληψη του Γεωκεντρικού Συστήματος, τον πολέμησε, τον αφόρισε και τον ανάγκασε να απαρνηθεί τη θεωρία του. Όμως τα γρανάζια της ιστορίας είχαν αρχίσει να κινούνται και το τελειωτικό χτύπημα στην παρωχημένη πεποίθηση του γεωκεντρικού συστήματος έδωσε ο Κέπλερ, που μοντελοποίησε μαθηματικά την ελλειπτική κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο για αμφιβολίες.

Ποιο όμως ήταν το πρόβλημα της Εκκλησίας; Με το γεωκεντρικό σύστημα, η Γη είναι το κέντρο του κόσμου και ο Θεός έχει το βλέμμα του στραμμένο στον άνθρωπο, φροντίζοντας το δημιούργημά του με τον Ήλιο και τη Σελήνη. Με το ηλιοκεντρικό σύστημα, ο Θεός απομακρύνεται και βλέπει ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα, εφόσον η Γη δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν από τους πλανήτες, και μάλιστα ούτε ο μεγαλύτερος ούτε έχει κάτι άλλο ιδιαίτερο. Μάλιστα, δεν μπορούσαν καν να ξέρουν αν οι άλλοι πλανήτες ήταν κατοικήσιμοι ή όχι (μόλις πρόσφατα αποδείχθηκε ότι κανένας πλανήτης ή δορυφόρος του ηλιακού μας συστήματος δεν θα μπορούσε να φέρει ζωή παρόμοια με τη Γη). Η ορθή παρατήρηση και η φωνή της λογικής που ακουγόταν ολοένα και περισσότερο την ξεπέρασαν. Όσο περνούσαν τα χρόνια νέα αστέρια καταγράφονταν και η Αστροφυσική και η Κοσμολογία προσπαθούσαν να μελετήσουν την προέλευση του Σύμπαντος.

Το επόμενο χαρτί που τέθηκε επί τάπητος το έριξε ο Αϊνστάιν (1879 – 1955) με τη Γενική Σχετικότητα. Αφού πρώτα είχε αναγάγει την ταχύτητα του φωτός στο κενό ως παγκόσμια σταθερά (πειράματα που σύγχρονα επανεπιβεβαιώθηκαν στο διάστημα!!!!), ενώνοντας τις τρεις διαστάσεις του χώρου με την τέταρτη του χρόνου – δημιουργώντας την ιδέα του χωροχρόνου – κοίταξε πάλι προς τα άστρα για να επιβεβαιώσει τη θεωρία του.

Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας είναι μια θεωρία βαρύτητας, η οποία εξισώνει τις βαρυτικές δυνάμεις με επιταχύνσεις. Ουσιαστικά η θεωρία μας λέει ότι μια μεγάλη μάζα προκαλεί καμπύλωση του χωροχρόνου, η οποία καμπύλωση, σαν γεωμετρική ιδιότητα προκαλεί επιταχυνόμενη κίνηση στις γειτονικές μάζες. Για παράδειγμα, φανταστείτε το Σύμπαν σαν ένα μεγάλο τεντωμένο σεντόνι. Αν πάνω στο σεντόνι αφήσουμε μεγάλες πέτρες (αντιπροσωπεύοντας τα αστέρια, πχ τον Ήλιο), η μάζα τους θα προκαλέσει βαθουλώματα στο σεντόνι, δηλαδή καμπύλωση. Αν πάλι, αφήσουμε σε ικανή απόσταση μικρότερες πέτρες (πχ Γη), αυτές θα κινηθούν αυθόρμητα προς τα βαθουλώματα λόγω του δημιουργημένου σχήματος. Από την επίδραση της βαρύτητας δεν γλιτώνει ούτε το φως.

Η Γενική Σχετικότητα ήταν μια θεωρία μπροστά από την εποχή της και αρχικά δεν είχε γίνει αποδεκτή. Όμως οι παρατηρήσεις είναι το οξυγόνο της επιστήμης και αναδεικνύουν ή ρίχνουν στον Καιάδα των ξεπερασμένων μια θεωρία, ο Αϊνστάιν χαμογελούσε καρτερικά, περιμένοντας τη δικαίωση να έρθει από τον ουρανό. Η έκλειψη Ηλίου το 1919, ορατή ως ολική από τη Δυτική Αφρική, επέτρεψε τη μέτρηση της καμπύλωσης του φωτός των μακρινών αστεριών όταν περνάει κοντά από τον Ήλιο και οι μετρήσεις ταυτίζονταν με τα θεωρητικά αποτελέσματα (οι εκλείψεις με το παροδικό σκοτάδι που προκαλούν βοηθούν να γίνουν διάφορες μετρήσεις και μελέτες που σχετίζονται με τον Ήλιο και καθίστανται αδύνατες υπό κανονικές συνθήκες λόγω της μεγάλης φωτεινότητας του Ήλιου). Για άλλη μια φορά, η αστρονομία ωθούσε προς τα μπροστά τις ιδέες του ανθρώπου και την εξέλιξή τους.

Στην καλύτερη κατανόηση της Γενικής Σχετικότητας και θεμελιώνοντας τα σύγχρονα πιστεύω της αστρονομίας, αποτελώντας τον τελευταίο μας σταθμό, ο Έντουιν Χαμπλ (1889 – 1953), έβαλε το Θεό να αγναντεύει ακόμα μεγαλύτερο χώρο, όταν το 1923 έδειξε ότι πέρα από το δικό μας Γαλαξία υπάρχουν και άλλοι, απέδειξε μάλιστα ότι οι Γαλαξίες απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο με ταχύτητα ανάλογη της απόστασής τους, δηλαδή για παράδειγμα με μεγαλύτερη ταχύτητα απομακρύνονται οι Γαλαξίες που είναι πιο μακριά από το δικό μας. Επίσης, δεν υπάρχει κάποιο κέντρο στο Σύμπαν, παρά όλοι οι Γαλαξίες απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, δείγμα του ότι το Σύμπαν διαστέλλεται. (Μπορούμε να φανταστούμε την εικόνα σαν ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι που έχουμε ζωγραφίσει τελίτσες πάνω του. Όταν φουσκώνουμε το μπαλόνι οι τελίτσες απομακρύνονται η μία από την άλλη, ενώ καμία δεν βρίσκεται στο κέντρο). Μάλιστα, είχε πει χαρακτηριστικά: «Βάλε έναν παρατηρητή σε όποια γωνιά του Σύμπαντος θέλεις. Θα δει ακριβώς τα ίδια πράγματα», κάτι που έμεινε γνωστό σαν νόμος του Χαμπλ. «Η ιστορία της αστρονομίας είναι η ιστορία απομακρυσμένων οριζόντων. Μελετάμε τα μικρότερα και αχνότερα άστρα, τα οποία απέχουν ολοένα και μεγαλύτερες αποστάσεις από αυτές που ξέρουμε και γνωρίζουμε ότι απλωνόμαστε στο σύμπαν. Όταν το αχνότερο νεφέλωμα να ανιχνευτεί με τα καλύτερα τηλεσκόπια, έχουμε φτάσει στα όρια του γνωστού σύμπαντος», είχε αναφέρει ο Χαμπλ για την αστρονομική έρευνα. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη λογική σκέψη πως αφού το Σύμπαν διαστέλλεται, προφανώς θα ξεκίνησε από κάπου, οδηγώντας στη διατύπωση της Θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης από το Βέλγο Ζορζ Λεμαίτρ (1894 – 1966) το 1931 (το όνομα οφείλεται στον Χόιλ)

Η ίδια η προσωπικότητα του Χαμπλ ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας όσων κοιτούν τα άστρα και ονειρεύονται. Για πολλά χρόνια ασχολούνταν με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με την πυγμαχία, στην οποία είχε κερδίσει διάφορα τουρνουά, σπούδασε νομική για δύο χρόνια προκειμένου να κάνει το χατίρι του πατέρα του, αλλά σύντομα αποφάσισε ότι ήταν προορισμένος να φτάσει ψηλά, στον τομέα της αστρονομίας, που ήταν το μεράκι του. Απενοχοποιημένος, αφοσιώθηκε στις σπουδές του στην αστρονομία, ανοίγοντας την πόρτα σε μια λαμπρή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, αποτελώντας πρότυπο σύγχρονου αστρονόμου. Τελικά, κατάφερε να φτάσει πιο ψηλά από όσο θα μπορούσε ένας άνθρωπος, καθώς προς τιμή του ονομάστηκε ο κομήτης Χαμπλ που είναι ίσως ο πιο διάσημος κομήτης που επισκέπτεται συχνά πυκνά τη Γη μας, και το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη το 1990, δίνοντας τις πιο ενδιαφέρουσες φωτογραφίες που παίρνουν οι αστρονόμοι. «Εξοπλισμένος με τις πέντε αισθήσεις του, ο άνθρωπος εξερευνά το σύμπαν και ονομάζει την περιπέτεια ‘Επιστήμη’», είχε αναφέρει στο ερώτημα για το ενδιαφέρον του για την αστρονομία.

Στο σήμερα ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση των ιδεών παίζει το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Χαμπλ, που έχει ως κύριο στόχο να επεκτείνει στο έπακρο την έρευνα που είχε αρχίσει ο ίδιος. Συνολικού κόστους τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί για τους αστρονόμους μια αναντικατάστατη ευκαιρία να δώσουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα για την προέλευση και την εξέλιξη του Σύμπαντος, ενώ στα χρόνια της λειτουργίας του έχει κεντρίσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό της επιστημονικής κοινότητας γιατί έχει ήδη αποδείξει την ικανότητά του να διακρίνει ουράνια αντικείμενα σε απόσταση δέκα φορές πιο μακριά. Μας δίνεται δηλαδή η ευκαιρία να εξερευνήσομε ένα χώρο 1.000 φορές μεγαλύτερο (στις τρεις κατευθύνσεις), με αποτέλεσμα να δούμε αντικείμενα που μέχρι σήμερα ούτε καν υποψιαζόμασταν ότι υπάρχουν. Ο στόχος του; «να δει πιο πολλά, πιο μακριά, πιο βαθιά», θυμίζοντας τη σχέση του Χαμπλ με τον αθλητισμό.
Ένα από τα σύγχρονα προβλήματα και ερωτήματα της αστρονομίας είναι η ύπαρξη της σκοτεινής ύλης. Ως "σκοτεινή" θεωρείται η ύλη που συνίσταται από υποθετικά σωματίδια ύλης, άγνωστης σύνθεσης, τα οποία δεν εκλύουν ούτε αντανακλούν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ώστε να μπορούν να γίνουν άμεσα ανιχνεύσιμα από τα γνωστά αστρονομικά όργανα παρατήρησης. Παρατηρώντας ξανά τον ουρανό, οδηγηθήκαμε στην υπόθεση της ύπαρξης της σκοτεινής ύλης προκειμένου να εξηγηθούν διάφορες αστρονομικές παρατηρήσεις που δεν συμφωνούν με τη συνήθη θεωρία για τη βαρύτητα, όπως ανωμαλίες στην ταχύτητα περιστροφής των αστέρων στις παρυφές των γαλαξιών. Η ταχύτητα αυτή είναι μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, πράγμα που εξηγείται είτε με την παραδοχή ότι η υπάρχουσα θεωρία για τη βαρύτητα είναι λάθος (πράγμα όμως για το οποίο υπάρχουν πολλά αντίθετα επιχειρήματα) είτε με τη θεώρηση της ύπαρξης μιας μεγάλης ποσότητας μάζας. Η ύπαρξη της σκοτεινής ύλης θα έλυνε ένα πλήθος προβλημάτων συνέπειας στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (την αρχή του Σύμπαντος και του χωροχρόνου). Το 2007 το Χαμπλ έδωσε φωτογραφίες από δακτύλιο σκοτεινής ύλης 5 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που ανιχνεύεται σκοτεινή ύλη, έχοντας μια μοναδική δομή που είναι διαφορετική από τα αέρια και τους γαλαξίες στα σμήνη. Παρόλο που η αόρατη ύλη είχε βρεθεί και παλιότερα σε άλλα γαλαξιακά σμήνη, ποτέ δεν είχε ανιχνευτεί να είναι τόσο ισχυρά διαφοροποιημένη από τα θερμά αέρια και τους γαλαξίες που συγκροτούν τα γαλαξιακά σμήνη», λέει ο αστρονόμος James Jee, μέλος της ομάδας που εντόπισε το δακτύλιο της σκοτεινής ύλης. Παρόλο που οι επιστήμονες δεν μπορούν να δουν τη σκοτεινή ύλη, ανιχνεύουν την ύπαρξή της σε σμήνη γαλαξιών παρατηρώντας πώς η βαρύτητά της λυγίζει το φως σε γειτονικούς γαλαξίες. Μάλιστα, στη σκοτεινή ύλη κάποιοι αναζητούν την ύπαρξη του Θεού, κλείνοντας τον κύκλο της σχέσης της επιστήμης με το Θεό!!!
Με 500 δισεκατομμύρια Γαλαξίες στο Σύμπαν και τον Ήλιο ένα κοινό άστρο, ο Θεός σίγουρα βλέπει ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο από όσο θα μπορούσαμε να φανταστούμε και αυτό σίγουρα πλήττει τον εγωισμό μας περί μοναδικότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, έχοντας αποδεχτεί και διδαχτεί τις ιδέες της Αστρονομίας για την προέλευση και την καταγωγή του Σύμπαντος, κοιτάζοντας τα άστρα μπορεί να έγινε λίγο πιο κυνικός και αδιάφορος για το Θεό και να χάθηκε ο ρομαντισμός των ποιητών, παρ’ όλα αυτά, η ιδέα ότι είμαστε ‘παιδιά των αστεριών’ τελικά συμπληρώνει τον ποιητή που «μετράει τ’ άστρα» και ονειρεύεται.