Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

«Μεταξύ διάνοιας και γενοκτονίας»: ο πατέρας του χημικού πολέμου

Ο χώρος της επιστήμης αποτελεί ένα από τα πιο γόνιμα πεδία της ανθρώπινης σκέψης και προβληματισμού, προσφέροντας καρπούς που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που ζούμε την καθημερινότητά μας, ακόμα και την ηθική μας. Αν και διατυμπανίζεται παντού γύρω μας ότι ζούμε στην εποχή της παρακμής και της κατάπτωσης της ηθικής στο κυνήγι του «αμερικάνικου ονείρου», έχουμε φτάσει σε ένα τέλμα όπου πλέον τα αδιέξοδα διαγράφονται πεντακάθαρα μπροστά μας. Μήπως η σύγκρουση φαντάζει αναπόφευκτη; Τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με νέα γνώση και παιδεία. Κι όμως, το σύστημα της εκπαίδευσης είναι αυτό που απορροφά οικονομικούς πόρους και βρίσκεται στο επίκεντρο των ενεργειών όλου του σύγχρονου κόσμου, έχοντας συστηματοποιήσει την προσφορά και την ανάπτυξη της γνώσης, με αποτέλεσμα να εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο τη διάνοια και το ταλέντο των νέων, παρέχοντας στον κόσμο όλο και περισσότερους επιστήμονες με εξειδικευμένη γνώση.

Όμως.. για ένα λεπτό. Η αντίφαση πλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τι μας φταίει και ενώ έχουμε περισσότερους και καλύτερα μορφωμένους ανθρώπους, τα προβλήματα διογκώνονται και φαντάζουν αξεπέραστα; Ίσως τελικά απλά κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Είναι καίριο το παράδειγμα μιας τραγικής και αποκηρυγμένης από την ιστορία φιγούρας, όπου ο φανατισμός, η εθνική υπερηφάνεια, η προσωπική αλαζονεία, αλλά και το ταλέντο και η επιστημονική κατάρτιση ήταν εκείνα τα συστατικά μιας προσωπικότητας που στιγμάτισε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Εξάλλου, η επιστήμη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μέσο. Η δύναμη που κινεί τα νήματα. Αλλά δεν αποφασίζει αυτή προς τα πού. Τη φορά την επιλέγουμε εμείς. Και πρέπει να έχουμε την ευθύνη της επιλογής και της συμμετοχής. Για παράδειγμα, το μαχαίρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψουμε το φαγητό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να δολοφονήσει. Μπορούμε να κατηγορήσουμε το μαχαίρι για τη χρήση που θα κάνει ο άνθρωπος;

Τι γίνεται όμως όταν ο ίδιος ο «εφευρέτης» του μαχαιριού αποφασίζει να δώσει οδηγίες για τον τρόπο δολοφονίας; Η περσόνα ενός επιστήμονα, ο οποίος δίχως ηθικούς φραγμούς εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της τεχνολογίας για να κυριαρχήσει στον κόσμο είναι γνωστή σε όλους μέσα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.

Κάτι τέτοιο έκανε ο Φριτς Χάμπερ (1868 – 1934), ο αποκαλούμενος και πατέρας του χημικού πολέμου, υπεύθυνος του γερμανικού στρατού για τα χημικά στη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, στον οποίο οφείλεται η επίθεση τον Απρίλιο του 1915 σε Γάλλους στρατιώτες. Ο Χάμπερ ήταν εβραϊκής καταγωγής, από οικογένεια γνωστών εμπόρων. Οι σπουδές του λαμπρές, στα καλύτερα πανεπιστήμια της Γερμανίας (Χαϊδελβέργη, Βερολίνο) και με τους καλύτερους δασκάλους. Τα χρόνια που τον καθιέρωσαν ήταν από το 1894 ως το 1911, όπου, μαζί με τον Καρλ Μπος ανέπτυξαν, στο Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης, τη Μέθοδο Χάμπερ – Μπος, που συνίσταται στην καταλυτική σύνθεση αμμωνίας από υδρογόνο και άζωτο του αέρα σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση. Η σημαντικότητα της μεθόδου είναι τεράστια, καθώς ανεξαρτητοποίησε την παραγωγή προϊόντων του αζώτου από τα αποθέματα των ορυκτών του. O Βάκλαβ Σμιλ, στο βιβλίο του ‘Εμπλουτίζοντας τη Γη’, θεωρεί ότι η Μέθοδος Χάμπερ – Μπος ήταν «πιο θεμελιώδους σημασίας για το σύγχρονο κόσμο από το… αεροπλάνο, την πυρηνική ενέργεια, τις διαστημικές πτήσεις ή την τηλεόραση. Η αύξηση του πληθυσμού από 1.6 δισεκατομμύρια το 1900 σε 6 δισεκατομμύρια το 2000 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη σύνθεση της αμμωνίας». Με τον τρόπο αυτό μπόρεσαν να παραχθούν φτηνά λιπάσματα, ώστε να αποτραπεί η πείνα εξαιτίας του υπερπληθυσμού και για το λόγο αυτό τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1918. Η Παγκόσμια Ένωση Αγροτικής Βιομηχανίας αναφέρει ότι περισσότερα από 100 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων έχουν παραχθεί με τη μέθοδο Χάμπερ – Μπος. Η διαδικασία εφαρμόζεται κάθε χρόνο παγκοσμίως, με πάνω από το μισό ποσοστό να αφορά καλλιέργειες δημητριακών. Αλλά και η προσωπική του ζωή πήγαινε καλά, καθώς το 1901 παντρεύτηκε την Κλάρα Ίμεβαρ, επίσης χημικό και από τις πρώτες γυναίκες που έλαβαν διδακτορικό στη Χημεία παγκοσμίως.

Το 1912 ο Χάμπερ διορίστηκε διευθυντής του εργαστηρίου Φυσικοχημείας στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουίλεμ στο Βερολίνο, ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ινστιτούτα μέχρι σήμερα. Δυο χρόνια μετά, η σκιά ενός πολέμου που θα ενέπλεκε όλη την Ευρώπη έφτανε στη Γερμανία. Ο φόβος αλλά και η προοπτική μιας ισχυρής Γερμανίας οδήγησαν τον πατριώτη Χάμπερ να προσφέρει εθελοντικά τους χώρους του εργαστηρίου και τις υπηρεσίες του προς το γερμανικό κράτος. Αρχικά ανέπτυσσε αντιψυκτικά, ενώ στη συνέχεια, το Γερμανικό Γραφείο Πολέμου ζήτησε τη βοήθειά του για την κατασκευή ενός χημικού όπλου που θα οδηγούσε τον εχθρό έξω από τα χαρακώματα. Τον Ιανουάριο του 1915, το πρώτο δείγμα ήταν έτοιμο. Ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την παραγωγή αερίου χλωρίου που δοκιμάστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους στη Δεύτερη Μάχη του Υπρ, στην οποία ο Χάμπερ ήταν παρόν για να καθοδηγήσει τους Γερμανούς στρατιώτες. 5.000 κύλινδροι αερίου χλωρίου απελευθερώθηκαν σε απόσταση 3.5 μιλίων. Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει αν ο αέρας άλλαζε κατεύθυνση αμέσως μετά την απελευθέρωση των αερίων, ήταν πως μπορούσαν να κατευθυνθούν προς αυτούς που τα απελευθέρωσαν. Όμως, η συγκεκριμένη επίθεση πήγε καλά (για τους Γερμανούς), οδηγώντας σε 150.000 θανάτους, καθώς η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις γαλλικές γραμμές, κάτι που όμως η γερμανική ηγεσία δεν ήταν έτοιμη να εκμεταλλευτεί. Αλλά είχε στα χέρια της ένα νέο όπλο και το ταλέντο ενός φιλόδοξου επιστήμονα, έτοιμο να προετοιμάσει το έδαφος για νέες ρίψεις.

Τα χημικά όπλα (αέρια), κατέληξαν να γίνουν το μεγάλο πάθος του Χάμπερ, ο δούρειος ίππος με τον οποίο θα πραγματοποιούσε τη φιλοδοξία του για εξουσία, φήμη και να χαρακτηριστεί εθνικός ήρωας. Την ίδια στιγμή, το χάσμα με τα αγαπημένα του πρόσωπα μεγάλωνε, καθώς δεν άντεχαν τις θυσίες που έκανε επικαλούμενος την πατριωτική του συνείδηση. Η Κλάρα δεν σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια και να αποδεχτεί τη συνενοχή της σε ένα έγκλημα εναντίον τόσων πολλών ανθρώπων και στο ξεπούλημα της επιστήμης της από τα ιδανικά της προσφοράς και της υπηρεσίας στο συνάνθρωπο. Ο ίδιος προφασιζόταν ως δικαιολογία ότι παρόλο που μισούσε τον πόλεμο, με τη χρήση των χημικών θα οδηγούσε γρηγορότερα στο τέλος του, αλλά η Κλάρα το έβλεπε ως «παραστράτημα από την επιστήμη». Στα όνειρά της οι φωνές των Γάλλων στρατιωτών την στοίχειωναν. Οι Ερινύες, για όσους ακόμα είχαν αυτιά, ζητούσαν αίμα. Τον Μάιο του 1915, χρησιμοποιώντας το υπηρεσιακό όπλο του συζύγου της, έδωσε τέλος στη ζωή της, γεγονός που λίγο ρίγησε τον Χάμπερ, καθώς, μόλις την έθαψε, την ίδια μέρα αναχώρησε για το Ανατολικό Μέτωπο ώστε να επιβλέψει την επίθεση εναντίον των Ρώσων.

Όσο για τύψεις; Άγνωστη λέξη. Ο Χάμπερ ήταν υπερήφανος γι' αυτές τις υπηρεσίες που προσέφερε προς την πατρίδα του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις οποίες εξάλλου και παρασημοφορήθηκε. Του δόθηκε επιπλέον ο βαθμός του λοχαγού από τον Κάιζερ, γεγονός σπάνιο για έναν επιστήμονα μεγάλης ηλικίας (ήταν πάνω από 40, μεγάλος για εκείνη την εποχή). Είχε γίνει διάσημος. Ο Τσόρτσιλ αναφέρει γι’ αυτόν: «Είναι πολύ περίεργο το ότι για την εφεύρεση του καθηγητή Χάμπερ οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο μετά την εξάντληση των αρχικών αποθεμάτων τους. Η εφεύρεση αυτού του ανθρώπου κατέστησε δυνατή την παροχή εκρηκτικών για όλους τους σκοπούς, αλλά και να καλύψει τις ανάγκες της γεωργίας σε χημικές κοπριές. Είναι ένα σημαντικό γεγονός και δείχνει τι σκοτεινά και συμπτωματικά περιστατικά επιστημονικής ανακάλυψης μπορούν να οδηγήσουν την τύχη των ανθρώπων».

Και φυσικά δεν το έβαλε κάτω… Μαθηματικοποίησε ακόμα και το θάνατο, βρίσκοντας μια σχέση ανάμεσα στη συγκέντρωση του αερίου και στο χρόνο εκθέσεως που απαιτείται μέχρι να επέλθει ο θάνατος, το γνωστό Κανόνα του Χάμπερ, παρατηρώντας ότι η έκθεση σε χαμηλές συγκεντρώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα ισοδυναμεί με έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις για μικρό χρονικό διάστημα. Δηλαδή, ένα κράτος μπορεί να δολοφονήσει τον εχθρό είτε «μια κι έξω», είτε να αποδυναμώσει έναν πληθυσμό σιγά σιγά, όπως είναι το Σύνδρομο του Κόλπου, όπου θύματα ήταν οι ίδιοι οι Αμερικανοί στρατιώτες.

Μπορεί στην εποχή του Χάμπερ να μην υπήρχαν τα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά οι φωνές διαμαρτυρίας για την ηθική ενός νομπελίστα (όπου μάλιστα βραβεύτηκε με το Νόμπελ μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου) ακούγονταν και εστιάζονταν στο ότι ο θάνατος από χημικά αέρια ήταν απάνθρωπος και πολεμικά ανήθικος (σε μια εποχή όπου οι όροι «όπλα μαζικής καταστροφής» και «πυρηνικός πόλεμος» ήταν άγνωστα). Ο Χάμπερ βγήκε επίσημα να τα υπερασπιστεί λέγοντας ότι «ο θάνατος στον πόλεμο παραμένει θάνατος, ανεξάρτητα από το μέσο». Μάλιστα, υποστήριξε ότι ο ίδιος «ο Άλφρεντ Νόμπελ δεν είχε ανακαλύψει τίποτα άλλο παρά την πυρίτιδα».

Μετά το τέλος του πολέμου αφοσιώθηκε στη μελέτη των χημικών αερίων. Στο εργαστήριό του στο Βερολίνο αναπτύχθηκε το υδροκυάνιο, γνωστό και ως Zyklon B, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο, αλλά ήταν και το χημικό των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και μιας και αναφέραμε τους Ναζί, τι στην ευχή έγινε με την εβραϊκή καταγωγή του Χάμπερ με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία; Ο Χάμπερ, μην πιστεύοντας σε Θεούς και δαίμονες, είχε βαπτιστεί χριστιανός το 1905 για επικοινωνιακούς λόγους. Όμως, επειδή το αίμα νερό δεν γίνεται και το πρόβλημα ήταν η καταγωγή και όχι η θρησκεία, το 1933 αναγκάστηκε να πάρει την οικογένειά του (είχε ξαναπαντρευτεί το 1917) και να φύγει για την Αγγλία. Τον Ιανουάριο του 1934 πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Βασιλεία της Ελβετίας, καταρρακωμένος από τη συκοφαντική δυσφήμιση του έργου του από την πατρίδα του. Χαρακτηριστικό είναι πως στο έγγραφο της παραίτησής του ανέφερε πως: «πάντα διάλεγα τους συνεργάτες μου με βάση τις ικανότητες και όχι την καταγωγή…». Ο φιλόδοξος επιστήμονας από ήρωας έγινε αποδιοπομπαίος τράγος. Ειρωνεία ή μήπως η ιστορία ξεπλήρωσε απλά ένα γραμμάτιο;

Παράδοξη είναι η φιλία του με τον Αϊνστάιν, με τον οποίο ήταν άκρως αντίθετοι ως χαρακτήρες. Από τη μία ο φιλειρηνιστής και ιδεαλιστής Αϊνστάιν και από την άλλη ο πολεμοκάπηλος πατριώτης και ρεαλιστής Χάμπερ. «Η ζωή του Χάμπερ ήταν σαν έλασμα για τον Αϊνστάιν και περιλάμβανε μέσα της το θρίαμβο και τη δίωξη του εβραϊκού λαού», αναφέρει ο David Goldsmith. Η φιλία των δυο τους παρουσιάζεται στο θεατρικό έργο «Το δώρο του Αϊνστάιν» του Βερν Θίσεν (2005).

Όπως σχολιάζει ο κριτικός Μπράιν Σκοτ Λίπτον, ο Αϊνστάιν και ο Χάμπερ παρουσιάζονται να έχουν μια διακεκομμένη φιλία, που συνοδευόταν από βαθύ σεβασμό του ενός από τον άλλο για τις επιστημονικές του ανακαλύψεις. Αυτή παρέμεινε παρόλες τις καταφανείς διαφορές στη φιλοσοφία της επιστημονικής πρακτικής: ο Αϊνστάιν εστιαζόταν στην αποκάλυψη των μυστικών της φύσης μέσω της θεωρητικής έρευνας, ενώ ο Χάμπερ επέμενε ότι η επιστήμη χωρίς φανερές εφαρμογές είχε μικρή αξία.

Ο κριτικός Αντρέα Στίβενς προβληματίζεται: «Θα πρέπει η επιστήμη να έχει όρια; Να λογοκρίνει τις εφαρμογές της; Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν λέει. Αλλά, η ηθογραφία των δυο αντρών δείχνει ότι ο ηθικός προβληματισμός του Αϊνστάιν και οι αμφιβολίες του (απαρνήθηκε τη γερμανική υπηκοότητα το 1933 και μετανάστευσε στις ΗΠΑ) είναι προτιμότερες σε σχέση με τον φιλόδοξο και έντονα πατριώτη Χάμπερ, που έγινε χριστιανός μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν οι Ναζί. Αν και τα επιστημονικά επιτεύγματα και των δυο αντρών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τη χώρα τους: τα δηλητηριώδη αέρια του Χάμπερ στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ζάικλον Β από τους Ναζί, ενώ η θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν βοήθησε στην ανάπτυξη της ατομικής βόμβας που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ».

Η βασική εστία του θεατρικού είναι η ευθύνη του επιστήμονα για τεχνολογίες που προέρχονται από τη βασική έρευνα, ειδικά εκείνες που είναι ικανές για μαζική καταστροφή. Έχει το δικαίωμα ή το καθήκον ο επιστήμονας, ως αυθεντία, να αυτολογοκρίνεται; Και τι ρόλο μπορεί να έχει η ηθική όπως αυτή απορρέει από την παιδεία και τα πιστεύω του κάθε επιστήμονα; Όμως η ίδια ιστορία μας δείχνει ότι ο επιστήμονας είναι παιδί της εποχής του και κομμάτι της κοινωνίας. Η συλλογική ευθύνη αναδύεται από τα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η εκμετάλλευση του έργου τους και η διαχείρισή του ξεπερνά τα ατομικά πλαίσια: είναι ευθύνη του πολιτισμού που παράγουμε. Στο πρόσωπο του Χάμπερ βλέπουμε ότι η επιστήμη και η έρευνα είναι ικανές για το καλύτερο και το χειρότερο. Η προσφορά για ανύψωση αλλά και η καταστροφή είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το πώς θα στρέψουμε το νόμισμα και αν θα κάτσει κορώνα ή γράμματα είναι τελικά συνδυασμός της προσωπικής ευθύνης και της κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου