Ένα αγαπημένο χόμπι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκόσμια, είναι η δημιουργία και η αποκαθήλωση ειδώλων, συνήθως εν μία νυχτί. Ένας ολόκληρος κλάδος της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ αναλώνεται με θρησκευτική προσήλωση, στη δημιουργία πρωταγωνιστών για όλους εμάς, που σαν άλλο φιλοθεάμον κοινό, χρειαζόμαστε το παραμύθι τους για να βγούμε από τη μίζερη και τυχόν βαρετή πραγματικότητα. Παρόλ’ αυτά, αν και τις περισσότερες φορές το παραμύθι είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, κοινό και τύπος υπογράφει μια άτυπη συνθήκη συνενοχής σε μια ηθελημένη ψευδαίσθηση. Όμως, απέναντι στην αθώα πλευρά του παραμυθιού, υπάρχει η άβολη πραγματικότητα. Άβολη γιατί η ανάγκη για παραμύθια συνεπικουρείται από την ανάγκη για την ύπαρξη των «κακών» της ιστορίας. Υποκρισία, εθελοτυφλισμός, ηθικοφάνεια. Και το μήλο στον παράδεισο είχε καλή διαφήμιση, αλλά σαν και το δάγκωσες, ξεκίνησαν όλα… Η κοινωνία, στην ανάγκη της να πιστεύει σε παραμύθια, έχει ως αντίκτυπο να γίνεται ολοένα και πιο συντηρητική, αλλά και επιθετική σε οτιδήποτε της καταστρέφει την ιστορία. Το κοινό σκανδαλίζεται από τα παραστρατήματα, η μεγαλοθυμία του πάει περίπατο και οι πρωταγωνιστές δίνονται βορά στα θηρία.
Την εποχή μας την ονομάζουμε αυτάρεσκα σύγχρονη και προοδευτική, πιστεύοντας πως έχουμε αφήσει πίσω μας προκαταλήψεις και ταμπού του παρελθόντος. Αλλά κατά πόσο αυτό ισχύει; Όταν πιστεύουμε ότι θίγεται η αξιοπιστία και έχουμε την ανάγκη να προστατευτούμε και να αποκηρύξουμε την «παρακμή» αυτών των ατόμων, θέτοντάς τους στο περιθώριο; Στο βωμό της ακεραιότητας, θυσιάζουμε τα πάντα: επιτεύγματα, ταλέντο, προσφορά, ακόμα και τα ίδια τα πρόσωπα. Όμως, αποδιοπομπαίοι τράγοι δεν υπάρχουν μόνο στη μεσημεριανή ζώνη της τηλεόρασης, αλλά ακόμα και μέσα στην επιστημονική κοινότητα. Πόση σημασία έχει τελικά η προσωπική ζωή ενός ανθρώπου για να κρίνουμε την προσφορά του στην επιστήμη; Κατά πόσο μπορεί να διαπομπεύεται κάποιος που έχει προσφέρει στην πατρίδα του, μόνο και μόνο για κάποιες προσωπικές επιλογές, οι οποίες δεν βλάπτουν κανέναν; Η κοινωνία έχει ανάγκη από τις ψευδαισθήσεις της, δεχόμενη μόνο μία εκδοχή των πραγμάτων και απορρίπτοντας όλες τις υπόλοιπες. Προτιμά να εξαπατάται και να αρνείται να αποδεχτεί την αλήθεια, ακόμα και αν αυτή βρίσκεται μπροστά στα μάτια της. Ίσως γιατί το να απορρίπτεις είναι πιο εύκολο από το να αποδέχεσαι, πόσο μάλλον να κατανοείς. Η κοινωνία έχει ισχυρά ταμπού, από τα οποία πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει.
Ο Άλαν Τούρινγκ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1912 και από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια φάνηκε η μεγαλοφυΐα του. Λέγεται ότι μέσα σε τρεις εβδομάδες είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει, ενώ παρουσίαζε μεγάλη οικειότητα με τους γρίφους και τους αριθμούς. Μάλιστα, στα δεκάξι του χρόνια μελέτησε τη θεωρία του Αϊνστάιν και όχι μόνο την κατάλαβε, αλλά επέκτεινε τα ερωτήματα που έθετε ο ίδιος για την κίνηση σε ένα κείμενο που ποτέ δεν δημοσίευσε, παρά βρέθηκε στο αρχείο του μετά το θάνατό του. Οι γονείς του, θέλοντας το καλύτερο γι’ αυτόν, τον έγραψαν σε ένα φημισμένο ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, με προσανατολισμό στους κλασικούς, αλλά η κλίση του προς την επιστήμη και τα μαθηματικά δεν κέρδισαν το σεβασμό των δασκάλων του, με το διευθυντή να λέει ότι «ο μαθητής αυτός χάνει τον καιρό του. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μορφωμένος». Δυσπροσάρμοστος, αντικοινωνικός, εκκεντρικός και με ομοφυλοφιλικές τάσεις, η Αγγλία της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο για το νεαρό Άλαν. Η μητέρα του, αρνούμενη να παραδεχτεί ότι κάτι συνέβαινε με το γιο της, επέμενε πως «ο Άλαν είναι ένα φυσιολογικό αγόρι και θα μάθει μια μέρα να ελέγχει τους παράξενους στοχασμούς του για την ομορφιά, τη συνείδηση και πάνω απ’ όλα την επιστήμη».
Ο άδικος θάνατος του πρώτου του έρωτα (στο πρόσωπο ενός συμμαθητή του) από φυματίωση τον οδήγησε στη απόρριψη του Θεού. Ο θυμός που ένιωθε και η πίστη στον ψυχρό υλισμό ήταν απολύτως απαραίτητη για τη σημαντική ηλεκτρική συσκευή που φαντάστηκε μόλις μερικά χρόνια αργότερα. Είναι δύσκολο να συλλάβεις την ανθρώπινη σκέψη αν πιστεύεις στην αθάνατη ψυχή. «Η επιστήμη είναι μια διαφορική εξίσωση, με τη θρησκεία να αποτελεί οριακή συνθήκη», έγραψε.
Σπουδάζει μαθηματικά στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου (1931 – 1935), όπου μετά το πέρας των σπουδών του παραμένει ως συνεργάτης. Το καλοκαίρι του 1935 ακούει τις διαλέξεις του φιλόσοφου Ντέιβιντ Χίλμπερτ πάνω στη λογική, οι οποίες αφορούσαν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, θέτοντας το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να εκτελεστούν ορισμένες μακρές αλυσίδες συλλογιστικής. Οι περισσότεροι ερευνητές υπέθεταν ότι η απάντηση θα ερχόταν μέσω κάποιας θεωρητικής μαθηματικής απόδειξης. Στον Τούρινγκ, όμως, πάντα άρεσε να μαστορεύει. Φαντάστηκε μια πραγματική μηχανή που θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία μέσω των βημάτων του λογικού προβλήματος του Χίλμπερτ. Εντός των επόμενων λίγων μηνών, ο Τούρινγκ έδειξε ότι αυτή η φανταστική μηχανή μπορούσε να επιλύσει τα ερωτήματα που έβαζε ο Χίλμπερτ σχετικά με το πώς να αποδείξει την αλήθεια ή το ψεύδος κάθε αφηρημένης δήλωσης. Συνειδητοποίησε, ότι, θεωρητικά, μια μηχανή που θα λειτουργούσε μέσω αυτών των λογικών συνόλων, θα μπορούσε να κάνει σχεδόν οτιδήποτε. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ένα πρόβλημα θεωρείται επιλύσιμο αν μπορεί να το επιλύσει ένας αλγόριθμος, χωρίς να μας ενδιαφέρει πόσος χρόνος θα χρειαζόταν. Ακόμη κι αν χρειαζόταν χρόνος μεγαλύτερος από τη ζωή του σύμπαντος. «Η μαθηματική λογική μπορεί να θεωρηθεί σχηματική όπως ο συνδυασμός δύο εκτελέσεων, της ενόρασης και της επινοητικότητας».
Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει ο χειριστής της μηχανής θα ήταν να γράψει, πολύ καθαρά, τις οδηγίες που ήθελε να ακολουθήσει η μηχανή. Η μηχανή δεν θα χρειαζόταν να καταλάβει τι σήμαιναν αυτές οι οδηγίες, απλά θα έπρεπε να τις εκτελέσει. Ο Τούργινγκ απέδειξε ότι σχεδόν κάθε πράξη που μπορούσε να φανταστεί, η πρόσθεση αριθμών ή το να ζωγραφίσει μια εικόνα, μπορούσε να μεταφραστεί σε απλά λογικά βήματα που μια μηχανή θα μπορούσε να ακολουθήσει. Αυτή είναι γνωστή ως Μηχανή Τούρινγκ, μια μηχανή αυτόνομη και πλήρως μη συναισθηματική, που την περιέγραψε σε εργασία του 1937.
Το πιο αξιοσημείωτο στην εργασία του για τις μηχανές Turing ήταν ότι περιέγραφε ένα σύγχρονο υπολογιστή πριν η τεχνολογία φτάσει στο σημείο όπου η κατασκευή του θα ήταν μια ρεαλιστική πρόταση.
Παράλληλα, είχε ξεκινήσει να αναπτύσσει την έννοια του λογισμικού. Συνειδητοποίησε ότι η μηχανή του δεν θα ήταν πολύ χρήσιμη αν έπρεπε να ξαναφτιάχνεται κάθε φορά που της έδιναν ένα νέο πρόβλημα να λύσει. Αντίθετα, φαντάστηκε ότι τα εσωτερικά μέρη της μηχανής θα μπορούσαν να αναδιατάσσονται όπως χρειαζόταν. Αυτό το λογισμικό μπορεί να φαίνεται ότι είναι κομμάτι της συμπαγούς ουσίας του υπολογιστή, αλλά στην πραγματικότητα θα άλλαζε συνεχώς, ανασχηματιζόμενο διαρκώς, ακούραστα.
Μετά από ένα μικρό πέρασμα από τις ΗΠΑ, έλαβε το διδακτορικό του το 1938 από το Πρίνστον όπου εισήγαγε την έννοια του υπερ-υπολογισμού, επιτρέποντας ακόμα πιο ευρεία μελέτη των προβλημάτων. Η συνεργασία του όμως με τον φον Νόυμαν, ενός ανθρώπου με το ίδιο όραμα αλλά τελείως διαφορετικό χαρακτήρα, τον οδήγησαν να επιστρέψει στην Αγγλία. Το όραμά του για την κατασκευή της μηχανής δεν μπορούσε ακόμα να γίνει πραγματικότητα, καθώς τα μόνα εξαρτήματα που ήταν διαθέσιμα ήταν πολύ μεγάλα και ογκώδη.
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου εργάστηκε στο απόρρητο πρόγραμμα για την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του γερμανικού ναυτικού από το βρετανικό στρατό. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί για να σπάσουν τους γερμανικούς κωδικούς, παρά απέδειξε ότι γύρω στους ένα εκατομμύριο συνδυασμούς ήταν αρκετοί. Για το λόγο αυτό, κατασκεύασε μια ηλεκτρομηχανική μηχανή, τη «βόμβα». Επίσης, εφεύρε την τεχνική Banburismus για να βοηθήσει στο σπάσιμο της Γερμανική κρυπτογραφικής συσκευής. Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκε ο πρώτος ψηφιακός προγραμματίσιμος ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο Κολοσσός. Υπολογίζεται ότι η λήξη του Πολέμου στην Ευρώπη επισπεύτηκε για δύο χρόνια λόγω της αποκρυπτογράφησης των γερμανικών κωδικών στις επικοινωνίες. «Έτσι, τα Γερμανικά πλοία έχασαν το πλεονέκτημά τους, αφού μπορούσαν να εντοπιστούν σχετικά εύκολα, αποκρυπτογραφώντας τις συντεταγμένες, την πορεία τους και άλλες επικοινωνίες. Πάρα πολλοί άνθρωποι που ταξίδευαν στις θάλασσες κατά τον Πόλεμο οφείλουν τη ζωή τους στη δουλειά αυτού του ανθρώπου στην επιστήμη της κρυπτογραφίας. Με την ίδια εφαρμογή, μπορούσαν να αποκρυπτογραφούνται και οι επικοινωνίες των Δυνάμεων Αέρος και Ξηράς του Άξονα», γράφει ο Ντέιβιντ Μποντάνις, βιογράφος του Τούρινγκ.
Μετά τον πόλεμο, και ενώ είναι αναπληρωτής διευθυντής στο εργαστήριο υπολογισμού στο Μάντσεστερ, με το βάρος την ομοφυλοφιλίας να του είναι αβάσταχτο, και χωρίς να μπορεί να μιλήσει σε κανέναν που θα τον καταλάβαινε, άρχισε να σκέφτεται το τι σήμαινε να είσαι ένα πραγματικά μοναχικό πλάσμα. Η μητέρα του συνέχισε να του γράφει τακτικά ρωτώντας τον απολογητικά εάν είχε προχωρήσει στην αναζήτηση συζύγου. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να της απαντά με συμβατικά ψέματα. Από αυτό κατέληξε σε μια εργασία πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη και τη φύση της αυτοσυνείδησης, προτείνοντας ένα πείραμα γνωστό σήμερα ως «Δοκιμή Τούρινγκ», μια προσπάθεια να καθοριστούν πρότυπα για μια μηχανή που καλείται νοήμων: δηλαδή εάν είναι δυνατό να ειπωθεί ότι μια μηχανή γνωρίζει και μπορεί να σκεφτεί. «Ένας υπολογιστής αξίζει να αποκαλείται έξυπνος αν μπορεί να εξαπατήσει έναν άνθρωπο και να τον κάνει να πιστέψει ότι είναι άνθρωπος», έγραφε. Επίσης, σχεδίασε έναν από τους πρώτους ηλεκτρονικούς προγραμματίσημους ψηφιακούς υπολογιστές, εργάστηκε πάνω στο σχέδιο της αυτόματης μηχανής υπολογισμού και το 1946 παρουσιάζει το πρώτο πλήρες σχέδιο ενός υπολογιστή. Τα αποτελέσματά του ήταν ενθαρρυντικά: «Οι μηχανές με εκπλήσσουν συνέχεια!», θα περηφανευτεί. «Πιστεύω ότι μέχρι το τέλος του αιώνα η χρήση των λέξεων και η γενική εκπαίδευση θα αλλάξουν τόσο πολύ ώστε κάποιος θα είναι ικανός να μιλά σε σκεπτόμενες μηχανές χωρίς να περιμένει να διαψευστεί», εκφράζει την αισιοδοξία του. Πέρα από την επιστήμη των υπολογιστών, ο Τούρινγκ εργάστηκε από το 1952 στη μαθηματική βιολογία, δηλαδή την υπολογιστική προσομοίωση της βιολογικής ανάπτυξης.
Και τότε έρχεται η αρχή του τέλους. Το 1952, ο εραστής του βοήθησε έναν συνεργό προκειμένου να διαρρήξει το σπίτι του Τούρινγκ. Ο Τούρινγκ πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει το έγκλημα. Ως αποτέλεσμα της έρευνας της αστυνομίας, ο Τούρινγκ παραδέχτηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος και χρεώθηκε με την κατηγορία της σεξουαλικής διαστροφής, καθώς η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη τότε στην Αγγλία. Τελικά καταδικάστηκε, και προκειμένου να γλιτώσει τη φυλακή δέχτηκε να υποστεί μια ορμονική «θεραπεία» για τη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας με λήψη οιστρογόνων. Η θεραπεία είχε σοβαρές παρενέργειες, καθώς τον δυσκόλευε να συγκεντρωθεί, του προκάλεσε κατάθλιψη, αλλά το σοβαρότερο ήταν πως άρχισε να αναπτύσσει στήθος. Ταυτόχρονα, μια από τις επιπτώσεις της καταδίκης ήταν πως έχασε το δικαίωμα να εργάζεται. Η σταδιοδρομία του, η ζωή του, το σώμα του, το μυαλό του είχαν καταστραφεί.
Το 1954 βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Δίπλα του υπήρχε ένα μισοφαγωμένο μήλο, εμποτισμένο με κυάνιο. Ήταν μόλις 41 ετών.
Λέγεται ότι το λογότυπο της Apple αναφέρεται σε αυτό το γεγονός, με την εταιρεία ποτέ να μην το έχει επιβεβαιώσει.
Η οικογένειά του επιμένει ότι ο θάνατός του ήταν ατύχημα, ενώ άλλοι έχουν κάνει λόγο ακόμα και για δολοφονία από τις Μυστικές Πληροφορίες για τυχόν διαρροή πληροφοριών. «Πάντα αποθήκευε απρόσεκτα εργαστηριακά χημικά», επιμένει η μητέρα του. Εν’ τούτοις, οι κοντινοί του άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι ο Τούρινγκ επέλεξε να αυτοκτονήσει με αυτόν τον τρόπο «για να δώσει στη μητέρα του κάποια εναλλακτική αιτία».
Την τελευταία δεκαετία πλήθος Βρετανών απαίτησε από την κυβέρνηση να ζητήσει, έστω και καθυστερημένα συγνώμη από τον Τούρινγκ για τον τρόπο που του φέρθηκε, μην αναγνωρίζοντας την προσφορά του. «Έσπασε τον μυστικό κώδικα των ναζί, αλλά δεν ανακηρύχθηκε ήρωας. Αντίθετα, τον καταδίωξαν επειδή ήταν ομοφυλόφιλος», γράφει στις 22/8/2009 η Independent. «Μετά τον Πόλεμο, όταν ο ρόλος του δεν αποτελούσε πια εθνικό μυστικό, θα έπρεπε να είχε χαρακτηριστεί σωτήρας του έθνους και να χριστεί Ιππότης» λέει ο Βρετανός καθηγητής Ρίτσαρντ Ντόκινς, ένας από τους 2.500 ανθρώπους που έχουν υπογράψει το σχετικό υπόμνημα προς την κυβέρνηση. «Αντί γι΄ αυτό, η ευγενική και εκκεντρική αυτή διάνοια οδηγήθηκε στην καταστροφή εξαιτίας ενός “εγκλήματος” που διέπραττε στον ιδιωτικό του χώρο, χωρίς να βλάπτει κανέναν».
Τελικά, ο Γκόρντον Μπράουν ζήτησε συγνώμη στις 12/9/2009: «… εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης και από όλους αυτούς που ζουν ελεύθεροι εξαιτίας της δουλειάς του Άλαν, είμαι περήφανος να πω: λυπούμαστε, άξιζες κάτι καλύτερο…»
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου