«Θα τα καταφέρετε Έλληνες», είπε στο χαιρετισμό του απέναντι σε 75.000 κόσμο ο Μπόνο των U2, στην πρόσφατη συναυλία τους στην Αθήνα. Άραγε θα τα καταφέρουμε; Και τι ακριβώς θα καταφέρουμε; Ρεπορτάζ στις ειδήσεις αναφέρουν ότι για να ανταπεξέλθει ο μέσος Έλληνας στη διαμορφούμενη οικονομική κατάσταση, περιορίζει τα έξοδά του. «Κόβει», λαϊκά, «από όπου μπορεί να βρει». Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό και η ψυχολογία βρίσκεται στο ναδίρ. Όμως, μεγαλύτερος κίνδυνος από την άδεια τσέπη του πορτοφολιού είναι να «χάσουμε» τον εαυτό μας. Να υποκύψουμε στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το αύριο, να παραιτηθούμε από κάθε διεκδίκηση, να μειώσουμε τις φιλοδοξίες μας και να αποδεχτούμε ότι το να στερούμαστε είναι ο κανόνας της επιβίωσης. Πλέον, όλοι περιορίζουμε τις δραστηριότητές μας προσπαθώντας να ζήσουμε με ησυχία και ασφάλεια, περιφράζοντας την προσωπική μας ζωή στα απολύτως απαραίτητα. Κι όμως, το να γνωρίζεις και να ανακαλύπτεις είναι η φύση της ίδιας της ζωής. Ένα άνοιγμα μπροστά, ένα μετέωρο βήμα ενός πελαργού, με οδηγό την περιέργεια και τη διαίσθηση, ικανό να μας γεμίσει εμπειρίες, ευκαιρίες να κερδίσουμε πολλά περισσότερα από αυτά που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Παράδειγμα – πρόκληση για μια ζωή ανοιχτή στα θέλω και τις επιθυμίες, όσο περίεργες και εκκεντρικές αυτές ακούγονται, αλλά απολύτως ειλικρινείς, μια ζωή με κατακτήσεις άσχετες μεταξύ τους, αλλά τόσο ουσιαστικές για τον ίδιο, απέναντι στο μεγαλύτερο φόβο όλων μας, την αρρώστια και το θάνατο, κόντρα στις αυθεντίες, πηγή ζωής και ενέργειας, είναι ο «δικός» μας Ρίτσαρντ Φέιμαν.
«Κάποτε έπαιζα μπόνγκος σε ένα πάρτι. Και πρέπει να τα κατάφερνα καλά, αφού ένας από τους καλεσμένους ενθουσιάστηκε από το παίξιμό μου. Πήγε στο μπάνιο, έβγαλε το πουκάμισό του και έφτιαξε διάφορα σχέδια στο στήθος του με κρέμα ξυρίσματος. Κρέμασε κεράσια στα αυτιά και μπήκε μέσα χορεύοντας σε έξαλλο ρυθμό. Όπως ήταν φυσικό, αυτός ο τρελάρας και εγώ γίναμε αμέσως φίλοι». Λίγοι θα φαντάζονταν ότι τα παραπάνω λόγια ανήκουν στο Ρίτσαρντ Φέιμαν, νομπελίστα φυσικό, επαγγελματία ντράμερ, ερασιτέχνη ζωγράφο, μεταφραστή των ιερογλυφικών των Μάγιας, διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων και ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά του 20ού αιώνα.
Γεννημένος το 1918 στη Νέα Υόρκη, ενδιαφέρθηκε από μικρός να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιέβαλε. Στην ηλικία των δώδεκα ετών είχε φτιάξει ένα πραγματικό εργαστήριο στο δωμάτιό του, στο οποίο έκανε πειράματα ηλεκτρομαγνητισμού. Γοητεύτηκε από τα μαθηματικά, αλλά τα θεώρησε «αρκετά βαρετά», ώστε να σπουδάσει τελικά φυσική. Πήρε το πρώτο του πτυχίο από το ΜΙΤ το 1939, παρακολουθώντας τον κύκλο της θεωρητικής φυσικής από το δεύτερο κιόλας έτος, όταν οι περισσότεροι φοιτητές το άφηναν για το τέλος των σπουδών τους είτε ακόμα και για το μεταπτυχιακό. Ο λόγος που το έκανε αυτό; Ήταν περίεργος και βαριόταν εύκολα. «Θα παίξω με τη φυσική, χωρίς να με νοιάζει η σημαντικότητα του αποτελέσματος», είχε πει. Η αστείρευτη όρεξη για ζωή και το ενδιαφέρον να μαθαίνει διαρκώς ό,τι του άρεσε ήταν το κλειδί. Ένα άλλο μυστικό ήταν ότι πάντα ήθελε να κατανοεί αυτό που διάβαζε και δεν προσπερνούσε τίποτα ασυζητητί. Έτσι, πηγαίνοντας πάντα στη βάση ενός θέματος, μπορούσε να κατανοήσει το πιο περίπλοκο πρόβλημα. Το μότο του ήταν ότι «όσο πιο βαθιά πάμε στη φυσική, τόσο πιο απλά είναι τα πράγματα».
Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν να αναζητά τις απαντήσεις του κόσμου στο Πρίνστον. Όμως, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και οι Αμερικάνοι έδιναν μάχη με τους Γερμανούς για το ποιος θα προλάβει να κατασκευάσει την πυρηνική βόμβα. Παρόλο που θα φαινόταν κόντρα στο χαρακτήρα του, συμμετείχε στο πρόγραμμα Μανχάταν, γιατί σκέφτηκε ότι ο ίδιος θα μπορέσει να ελέγξει την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Επίσης, του είχαν υποσχεθεί νοσοκομειακή περίθαλψη για τη γυναίκα του, Αρλίν, τον εφηβικό του έρωτα, η οποία έπασχε από φυματίωση.
Χιουμορίστας και ειλικρινής, έγινε η «μασκότ» του προγράμματος. Ένας 24χρονος που σκάρωνε φάρσες στους συναδέλφους του, είτε για να αποδείξει ότι έκαναν λάθος, είτε για «να σπάσει η μονοτονία». Ο Όττο Φριτς θυμάται το νεαρό με το ειρωνικό χαμόγελο να μπαίνει από την κεντρική πόρτα του κτήματος στο Λος Άλαμος, να χαιρετάει τους φρουρούς με χειραψία και στη συνέχεια να τρέχει να βγει από μια τρύπα στο φράχτη που είχε ανακαλύψει ώστε να ξαναμπεί από την πόρτα μετά από πέντε λεπτά, τρελαίνοντας τους φρουρούς που έβλεπαν τον ίδιο άνθρωπο μόνο να μπαίνει και ποτέ να βγαίνει, όταν η κοντινότερη πόρτα απείχε κάμποσα χιλιόμετρα!! Επίσης, για να πείσει τους υπεύθυνους που ισχυρίζονταν υπεροπτικά ότι οι απόρρητες πληροφορίες φυλάσσονταν σωστά και ήταν ασφαλείς από κλοπή, διέρρηξε ο ίδιος το χρηματοκιβώτιο, καταπατώντας τον εγωισμό τους και αποδεικνύοντας ότι είχε δίκιο, με το δικό του, καυστικό και απόλυτα ειλικρινή τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, με τους στρατιωτικούς είχε πάρει διαζύγιο από νωρίς. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της πρώτης τους επαφής, όταν ο νεοσύλλεκτος τότε Φέιμαν έδινε συνέντευξη. Σε μια αίθουσα με άλλα είκοσι άτομα, στην ερώτηση για το αν αισθάνεται κάποιον να τον παρακολουθεί, αναλογίστηκε ότι όλο και κάποιος από τους υπόλοιπους στρατιώτες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους θα είχε το βλέμμα του στραμμένο πάνω του, οπότε απάντησε άκρως ρεαλιστικά: «ναι, νομίζω ότι με παρακολουθούν δύο». Εκνευρισμένος ο αξιωματικός, θεωρώντας ότι έχει πέσει σε τρελό, ύψωσε τη φωνή του και τον ξαναρώτησε αν και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν. Με την τετράγωνη λογική του, ο Φέιμαν, σίγουρος ότι πλέον έχει αποσπάσει την προσοχή μέσα στο δωμάτιο, απάντησε: «ναι, τώρα με παρακολουθούν περισσότεροι».
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του πολέμου και τη ρίψη της βόμβας, συνοδεύτηκαν από το θάνατο της αγαπημένης του Αρλίν και του προκάλεσαν μια προσωρινή κατάθλιψη (μάλιστα, ένα χρόνο μετά το θάνατό της, της έγραψε ένα γράμμα, περιγράφοντας τη ζωή του και πόσο πολύ την αγαπάει, φύσει ρομαντικός, έκλεινε με τη φράση: «Συγνώμη που δεν το ταχυδρομώ, αλλά δεν ξέρω τη νέα σου διεύθυνση». Το γράμμα βρέθηκε στο συρτάρι του γραφείου του και ήταν ιδιαίτερα τσαλακωμένο, δείγμα ότι το διάβαζε συχνά στα χρόνια που ακολούθησαν). Η κατάθλιψη, πάντως, ξεπεράστηκε με τη θέση καθηγητή που του πρόσφερε το Πρίνσετον και ξαναπίστεψε στον εαυτό του. Εκεί ολοκλήρωσε τη μελέτη που είχε αρχίσει για μια νέα μέθοδο στην κβαντομηχανική, συνδυάζοντας εξισώσεις της ειδικής σχετικότητας, που είχε να κάνει με τον υπολογισμό της πιθανότητας μιας μετάβασης ενός κβάντου από μία κατάσταση σε άλλη επόμενη, όταν κάθε δυνατό μονοπάτι θεωρείται εξίσου πιθανό. Σε κάθε πιθανό μονοπάτι αντιστοίχισε δύο αριθμούς, το πλάτος του κύματος και τη φάση του. Όταν όλες οι διαδρομές συνδυαστούν, όλες πλην μιας αλληλοαναιρούνται, οπότε παίρνουμε τη μία και μοναδική διαδρομή, που για τα μακροσκοπικά αντικείμενα προκύπτει από τους νόμους του Νεύτωνα.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε προσαρμόστηκε άμεσα στην κβαντική ηλεκτροδυναμική (QED), η οποία κατορθώνει να ενώσει την ηλεκτρομαγνητική δύναμη με την ασθενή πυρηνική, βάζοντας το πρώτο λιθαράκι στη θεωρία των Πάντων που οι επιστήμονες προσπαθούν να ανακαλύψουν. Η κβαντική ηλεκτροδυναμική θεωρεί ότι η ανάπτυξη των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων αποδίδεται στην εκπομπή και την απορρόφηση φωτονίων ως σωματιδίων ανταλλαγής. Ουσιαστικά εξετάζει την κλασική ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μάξγουελ με τις έννοιες της κβαντικής μηχανικής, όπου στις αλληλεπιδράσεις (δυνάμεις) συμμετέχουν (ανταλλάσσονται) σωματίδια ή αλλιώς κβάντα ενέργειας, όπως είναι τα φωτόνια. Με άλλα λόγια, ελέγχει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ακτινοβολίας (φωτόνια) και ύλης (ηλεκτρόνια).
Εκείνα τα χρόνια η φήμη του άρχισε να εκτοξεύεται. Αυτή η εργασία του χάρισε το 1965 το Νόμπελ Φυσικής για την «επανακανονικοποίηση των εξισώσεων της Κβαντομηχανικής». Ίσως η θεμελίωση της QED να είναι το τελειότερο δημιούργημα του ανθρώπινου νου, αφού συμφωνεί με τα πειραματικά δεδομένα με ακρίβεια 13 δεκαδικών ψηφίων, σχολιάζουν οι επιστήμονες. Είναι σαν να μέτρησε την απόσταση Αθήνας – Θεσσαλονίκης με ακρίβεια μεγαλύτερη από μιας τρίχας μαλλιών!!!
Η πόρτα του κορυφαίου ίσως πανεπιστημίου στη Φυσική στον κόσμο είχε ανοίξει διάπλατα. Ο Φέιμαν έγινε καθηγητής στο Καλτέκ από το 1950 μέχρι το τέλος της ζωής του το 1988.
Το όνομά του όμως δεν έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν ένας πολύ καλός επιστήμονας, αλλά λόγω του πληθωρικού χαρακτήρα του και τη δίψα με την οποία αντιμετώπιζε κάθε κατάσταση. Μεγάλη του λατρεία ήταν και η μουσική. Έπαιζε μπόνγκος – ένα είδος βραζιλιάνικων κρουστών – τόσο καλά, που περνούσε για επαγγελματίας: «Κάποτε πήγα στο Βανκούβερ για να μιλήσω στους φοιτητές. Μου είχαν ετοιμάσει πάρτι και ένα ροκ συγκρότημα έπαιζε κάτω στο υπόγειο. Ήταν πολύ καλοί. Κάπου εκεί είχαν και ένα κουδούνι αγελάδας και με παρότρυναν να παίξω μαζί τους. Το πήρα και άρχισα να το χτυπώ. Καθώς η μουσική τους ήταν πολύ ρυθμική, άρχισα να ανάβω. Όταν τέλειωσε το πάρτι, εκείνος που το είχε οργανώσει μου είπε ότι ο αρχηγός του συγκροτήματος ρώτησε: ‘ποιος ήταν ρε παιδιά αυτός που έπαιζε το κουδούνι; Ακολουθούσε τέλεια το ρυθμό μ’ αυτό το πράγμα! Ήταν φοβερός. Τον παραδέχομαι. Και εκείνος ο σπουδαίος προς τιμήν του οποίου κάναμε το πάρτι ούτε που εμφανίστηκε. Ούτε έμαθα ποιος είναι!’»
Θεωρούσε ότι η φυσική δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι κατανόησης του κόσμου και η τέχνη η έκφρασή της: «Οι ζωγράφοι είναι χαμένοι. Δεν έχουν θέμα. Παλιά είχαν θρησκευτικά θέματα, αλλά τώρα έχασαν την πίστη τους και δεν τους απέμεινε τίποτα. Δεν καταλαβαίνουν τον τεχνολογικό κόσμο στον οποίο ζουν. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα από την ομορφιά του πραγματικού κόσμου – του κόσμου της επιστήμης – οπότε δεν μπορούν να εμπνευστούν από αυτόν». Σε ένα στοίχημα που έβαλε με ένα ζωγράφο φίλο του, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ζωγραφίσει κάτι με εικαστική αξία, αντιμετώπισε την πρόκληση και κατέληξε να εκθέτει σε γκαλερί τα έργα του, με τα γυμνά πορτρέτα – συνήθως γυναικών – να αποτελούν το αγαπημένο του θέμα. Επίσης, δούλευε κατά παραγγελία με το εργαστήριο να έχει στηθεί στο υπόγειο του σπιτιού του. Πατέρας δυο παιδιών, πιστός στη δεύτερη γυναίκα του, ερωτευμένος με τη ζωή, φλέρταρε ασύστολα και διακριτικά (άλλη κόντρα, δείγμα του πολύπλευρου και αντισυμβατικού ταμπεραμέντου του), είχε κάνει δεύτερο γραφείο του ένα γειτονικό μπαρ με τόπλες χορεύτριες. Μάλιστα, όταν έκαναν μήνυση στον ιδιοκτήτη για προσβολή των χρηστών ηθών, ο Φέιμαν δεν αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να καταθέσει υπέρ του μπαρ, όντας ο μόνος από τους μόνιμους πελάτες (οι υπόλοιποι φοβήθηκαν ότι θα θιχτεί η προσωπικότητά τους): «Είμαι ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος εδώ. Δεν έχω καμία δικαιολογία να μην πάω. Μου αρέσει αυτό το μαγαζί και θα ήθελα να παραμείνει ανοιχτό. Δεν βλέπω να υπάρχει κάτι κακό στον χορό τόπλες». Στην ερώτηση του κατήγορου πόσο συχνά επισκέπτεται το μαγαζί, απάντησε με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια που τον διακατείχε. Οι εφημερίδες την επόμενη μέρα είχαν βρει το πρωτοσέλιδό τους: «Καθηγητής του Caltech πηγαίνει έξι φορές τη βδομάδα σε καμπαρέ». Για την ιστορία, το μαγαζί έκλεισε, αλλά κέρδισε την έφεση και ο Φέιμαν συνέχισε να πίνει τα ποτά του, κερασμένα από τον ιδιοκτήτη.
Η φήμη του είχε φτάσει στο ζενίθ της στα χρόνια που ακολούθησαν τη βράβευση με το Νόμπελ. Διαρκώς αποδεχόταν προσκλήσεις για ομιλίες σε πανεπιστήμια και συνέδρια, αντιμετωπιζόμενος με το σεβασμό που του άξιζε. Σε μια ομιλία του για το εκπαιδευτικό σύστημα της Βραζιλίας (την επισκεπτόταν συχνά λόγω της αγάπης του για τη μουσική της), είχε πει για τα σχολικά βιβλία, μπροστά στην επιτροπή του υπουργείου Παιδείας: «Πώς είναι δυνατόν να διδάξουμε σωστά όταν χρησιμοποιούμε βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που δεν κατέχουν το θέμα τους; Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Αλήθεια, γιατί τα σχολικά βιβλία να είναι άθλια; Παγκοσμίως άθλια;»
Έβρισκε τη φιλοσοφία βαρετή («οι φιλόσοφοι έχουν πάντα άποψη για το τι είναι απαραίτητο για την επιστήμη, το οποίο συνήθως είναι αφελές και λάθος») και το απόκρυφο ακόμα περισσότερο, όμως ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ερμηνεία των παραισθήσεων και τον ηλεκτρονικό εγκέφαλο: «Μία ή δύο βδομάδες αργότερα, αναρωτήθηκα πώς μπορεί η λειτουργία του εγκεφάλου να συγκριθεί με τη λειτουργία μιας υπολογιστικής μηχανής, ιδιαίτερα στην αποθήκευση πληροφοριών. Ένα ενδιαφέρον πρόβλημα είναι ο τρόπος που αποθηκεύονται στον εγκέφαλο οι αναμνήσεις. Μπορείς να φτάσεις στις αποθηκευμένες μνήμες σου από διάφορους τρόπους, αντίθετα σε έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο πρέπει να φτάσεις κατευθείαν στη σωστή κατεύθυνση».
Όμως στη ζωή του δεν ήταν όλα ονειρικά. Ο θάνατος, που τον είχε επισκεφτεί στα νεανικά του χρόνια, θα γινόταν μόνιμος σύντροφος αν και θα τον αγνοούσε επιδεικτικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με αφόρητους πόνους και μπαινοβγαίνοντας στα χειρουργεία, προκειμένου να αφαιρεί όγκους που επανεμφανίζονταν. Αλλά και πάλι, αντιμετώπιζε την κατάσταση ως ένας αιώνιος έφηβος. Το 1985 έγραψε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Μάλλον θα αστειεύεστε κύριε Φέιμαν», αφήνοντας κληρονομιά τις καλύτερες ιστορίες του. Εξέθεσε τη NASA που τον όρισε ως μέλος της επιτροπής που έψαχνε το λόγο της καταστροφής του διαστημικού λεωφορείου Τσάλεντζερ το 1986, βρίσκοντας ποιο ήταν το λάθος και μάλιστα το αποκάλυψε κατά τη διάρκεια της ζωντανής συνέντευξης τύπου στα κανάλια, κάνοντας ένα απλό πείραμα (είχε να κάνει με την ταχύτητα διαστολής του υλικού από κάποια σωληνάκια), ενώ οργάνωνε ταξίδι στην Τούβα, ένα κρατίδιο σε σοβιετικό έδαφος, προορισμό που επέλεξε γιατί η πρωτεύουσά της δεν είχε φωνήεντα, παρά μόνο σύμφωνα, κάτι που έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει πραγματικότητα λόγω του Ψυχρού Πολέμου και τη γραφειοκρατία που συνόδευε την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων.
Η κατάσταση της υγείας του όμως χειροτέρευε. Το ένα του νεφρό είχε καταρρεύσει και είχε αντιληφθεί πως ο θάνατος ίσως να αργούσε μερικούς μήνες, αλλά όχι περισσότερο. Αρνήθηκε το τελευταίο χειρουργείο και το Φεβρουάριο του 1988 σταμάτησε να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Συγκλονιστικό είναι το βίντεο, τραβηγμένο τα Χριστούγεννα του 1987 (κυκλοφορεί στο youtube με το όνομα Richard Feynman playing bongos) που τον δείχνει να παίζει τα αγαπημένα του μπόνγκος και να τραγουδάει χαρούμενος, αν αναλογιστούμε πόσο πολύ πονούσε εκείνες τις μέρες.
Ο Φέιμαν ποτέ δεν κλείστηκε στον εαυτό του, δεν περιορίστηκε από τα στερεότυπα και τα κλισέ, δεν εξυπηρέτησε καμία αυθεντία, αλλά αντίθετα, ζούσε την κάθε στιγμή bigger than life. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος που πάνω από όλες τις εκφάνσεις του ήταν Δάσκαλος. Και αυτό που μας δίδαξε είναι πως «αν γνωρίζεις το όνομα ενός πουλιού σε όλες τις γλώσσες, δεν γνωρίζεις τίποτε, μα απολύτως τίποτε, για το ίδιο το πουλί».
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου