Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Η παράξενη περίπτωση του Άρθουρ Έντιγκτον

Στην επιστήμη υπάρχει η καθιερωμένη θεωρία, πλήρως αποδεκτή από όλη την επιστημονική κοινότητα, και η αντισυμβατική, η θεωρία με την οποία ασχολούνται κάποιοι λίγοι επιστήμονες, συνήθως οι πιο εκκεντρικοί, που δίνει μια εναλλακτική ερμηνεία για τον κόσμο και προσπαθεί να επισκιάσει την καθιερωμένη και να πάρει τη θέση της. Μια τέτοια ήταν για παράδειγμα η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, που έκανε σελέμπριτι το δημιουργό της, ενώ άπειρες άλλες θεωρίες έχουν απορριφθεί ως «αστειότητες», χαραμίζοντας τις ζωές αυτών που τις σκαρφίστηκαν στον αγώνα για την αποδοχή τους. Τέτοιοι επιστήμονες σίγουρα δεν φημίζονται για την κοινωνικότητα ή την ευγένειά τους, καθώς προσπαθούν να κατεδαφίσουν το οικοδόμημα στο οποίο δουλεύουν οι συνάδελφοί τους, έχουν επίγνωση της ιδιοφυΐας τους (που κάποιες φορές είναι ανύπαρκτη) και, φυσικά, η προσωπικότητά τους δεν είναι συνώνυμο της ταπεινότητας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άρθουρ Έντιγκτον, όπου η επιβεβαίωση της Γενικής Σχετικότητας έκανε την καριέρα του να λάμψει, ενώ η ενασχόληση των τελευταίων του ετών με την αριθμολογία, περισσότερο με τρελό επιστήμονα θα ταίριαζε, παρά με κάποια «σοβαρή» ενασχόληση. Εξάλλου, η ιδιοφυΐα από την τρέλα και η επιτυχία από την αποτυχία δεν απέχουν παρά μόνο ένα κλικ. Αλλά αυτό που φάνταζε ως τρέλα μήπως είναι το αύριο της φυσικής? Έχει γίνει, μπορεί να ξαναγίνει? Τότε σε τι διαφέρει ο «τρελός επιστήμονας» από την επόμενη φωτεινή αποκάλυψη? Πόσο χρειάζεται πραγματικά η φυσική τις «γραφικότητες», τους «ανορθόδοξους επιστήμονες»?

Ο Αϊνστάιν ήταν μόλις 26 ετών το 1905 όταν, δουλεύοντας σε ένα γραφείο ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη, διατύπωσε την Ειδική και τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας. Όσον αφορά στην Ειδική Σχετικότητα, έγινε αμέσως αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, εξάλλου υπήρχε ήδη το κατάλληλο μαθηματικό υπόβαθρο που την αγκάλιασε και την επεξήγησε, ενώ η ακαδημαϊκή καριέρα του Αϊνστάιν πήρε σάρκα και οστά εξαιτίας της. Δεν έγινε το ίδιο όμως όσον αφορά στη Γενική Σχετικότητα, για την οποία ούτε το μαθηματικό υπόβαθρο υπήρχε, ούτε μπορούσε να γίνει κατανοητή από το ευρύ κοινό. Ένας βασικός λόγος ήταν ότι αμφισβητούσε τη θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα, κάτι που θεωρούνταν ως ευαγγέλιο για τη φυσική, ρίχνοντάς την στο επίπεδο της υποπερίπτωσης της γενικής θεωρίας, που θα ίσχυε για την ειδική περίπτωση του επίπεδου χώρου.

Η περίπτωση του καμπύλου χώρου, όπου περιγράφεται μέσω της τανυστικής γεωμετρίας Ρίμαν και η τροχιά γίνεται πάνω σε καθορισμένες «γεωδαισιακές», ακούγονταν κινέζικα στα αυτιά των επιστημόνων, και η άποψη πως η βαρύτητα και η επιτάχυνση είναι έννοιες που συμπίπτουν, καθώς έχουν τα ίδια αποτελέσματα και πως το φως καμπυλώνεται όταν πλησιάζει ένα πεδίο βαρύτητας, ήταν ιδέες που προκαλούσαν γέλιο στην επιστημονική κοινότητα και περισσότερο θα ταίριαζαν σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας, παρά στα σοβαρά ακαδημαϊκά βιβλία που κοσμούσαν τις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων. Έτσι, ο Αϊνστάιν αναγνωρίστηκαν μεν οι δυνατότητές του, αλλά δεν θεωρήθηκε ως χαρισματικός και καινοτόμος επιστήμονας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, με τους πολιτικούς αναβρασμούς που οδήγησαν τελικά στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πιο ισχυρός υποστηρικτής του Γερμανού Αϊνστάιν ήταν ένας Άγγλος αστροφυσικός, ο Άρθουρ Έντιγκτον. Γεννημένος το 1882, και με σπουδές στο Κέιμπριτζ και το Μάντσεστερ, είχε διακριθεί από νωρίς για τα επιτεύγματά του στην Αστρονομία για τα οποία είχε μάλιστα βραβευτεί. Μια σειρά από ατυχή γεγονότα – δυο ξαφνικοί θάνατοι – ήταν ο λόγος που έγινε από το 1913 διευθυντής στο Παρατηρητήριο του Κέιμπριτζ νωρίτερα από ότι θα φανταζόταν, καθώς ήταν ο αντικαταστάτης των ατόμων που πέθαναν. Σύντομα έγινε και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Έντιγκτον, για το οποίο έμεινε αθάνατος στην ιστορία της επιστήμης, είναι ότι απέδειξε την ορθότητα της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας σε μια έκλειψη Ηλίου το 1919. Ο συλλογισμός του Έντιγκτον ήταν ο εξής: αν ο χώρος καμπυλώνεται από τη βαρύτητα, τότε το φως που θα διέρχεται μέσα από αυτόν δεν θα ακολουθεί ευθεία, αλλά καμπύλη τροχιά. Όσο μεγαλύτερη είναι η βαρυτική δύναμη, τόσο περισσότερο θα καμπυλώνεται το φως. Επομένως, η κάμψη της ακτίνας φωτός των αστεριών, για παράδειγμα, θα είναι μεγαλύτερη όταν περνά κοντά στον Ήλιο.

Πώς όμως θα μπορούσε να παρατηρήσει το φως των αστεριών όταν αυτά βρίσκονταν κοντά στον Ήλιο; Στην περίπτωση της έκλειψης Ηλίου, η Σελήνη μπαίνει ανάμεσα από τον Ήλιο και τη Γη, κρύβοντας το φωτεινό δίσκο του. Ο ουρανός σκοτεινιάζει και φαίνονται τα αστέρια, των οποίων το φως τη μέρα είναι πολύ ασθενέστερο του Ήλιου, οπότε δεν φαίνονται. Το πλάνο του Έντιγκτον ήταν το εξής: μια ολική έκλειψη Ηλίου ήταν το ιδανικό περιβάλλον, ώστε ο ορίζοντας να έχει σκοτεινιάσει ολοσχερώς. Μέσω των τηλεσκοπίων θα τράβαγε φωτογραφίες από τα αστέρια και θα σύγκρινε τη θέση τους με αντίστοιχες φωτογραφίες του ίδιου «κομματιού του ουρανού» που θα έπαιρνε το προηγούμενο ή το επόμενο βράδυ. Αν η θεωρία του Αϊνστάιν ίσχυε, τα απόμακρα αστέρια που φαίνονταν να είναι δίπλα στον Ήλιο θα μετατοπίζονταν σε ελαφρώς διαφορετικές θέσεις από τη νύχτα. Και όσο πιο κοντά στον Ήλιο φαινόταν το αστέρι, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η μετατόπισή του.

Η έκλειψη που περίμενε θα γινόταν στις 29 Μαΐου του 1919 και η διάρκειά της ήταν αρκετά μεγάλη (6 λεπτά το μέγιστο) ώστε να μπορέσει να πάρει τις απαραίτητες μετρήσεις. Το να πάρει την απαραίτητη άδεια και χρηματοδότηση δεν ήταν τόσο εύκολο όσο θα περίμενε, καθώς τόσο η κυβέρνηση όσο και ο Βρετανικός Στρατός τον περίμεναν στη γωνία. Η δε κυβέρνηση γιατί υποστήριζε τις απόψεις ενός Γερμανού, μεσούντος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο δε στρατός γιατί ο Έντιγκτον ήταν αντιρρησίας συνείδησης, ως Κουακέρος που ήταν, και αρνούνταν να καταταγεί («Ο Θεός δεν μπορεί να μου δίνει εντολή να σκοτώνω ανθρώπινα πλάσματα», έλεγε) και κινδύνευε να φυλακιστεί. Οι συνάδελφοί του από το Κέιμπριτζ και τη Βασιλική Εταιρεία μεσολάβησαν, εγγυήθηκαν για την επιστημονική αξία του συναδέλφου τους και το πλήγμα που θα αντιμετώπιζε η επιστημονική κοινότητα αν τον έστελναν στη φυλακή, και κατάφεραν να αποσπάσουν τη χρηματοδότηση. Ο Έντιγκτον έστησε παρατηρητήρια σε δυο σημεία, στο νησάκι Πρινσίπε στον Κόλπο της Γουινέας στις ακτές της Δυτικής Αφρικής, στο οποίο πήγε ο ίδιος, και ένα ακόμα στην πόλη Σομπράλ της Βραζιλίας, υπό την επίβλεψη του Κρόμελιν από το Αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς. Ο Έντιγκτον είχε τον καιρό να του δημιουργεί προβλήματα, αλλά κατάφερε να τραβήξει κάποιες καθαρές φωτογραφίες: «Μέσα από τα σύννεφα βλέπω μια ακτίνα αισιοδοξίας», έστειλε τηλεγράφημα. Ένα στοιχείο που λειτουργούσε υπέρ του, όμως, ήταν πως η Ήλιος ήταν ακριβώς μπροστά από τις Υάδες, ένα σύμπλεγμα φωτεινών αστεριών, οπότε μπόρεσε εύκολα να αναλύσει τις φωτογραφίες, παρόλο που αυτές ήταν θολές.

Σύμφωνα με τη Θεωρία του Αϊνστάιν, το φως θα έπρεπε να καμπυλώνεται κατά 1,75 δεύτερα του τόξου, ενώ σύμφωνα με τη Νευτώνεια Θεωρία η αντίστοιχη τιμή θα ήταν 0.87 δεύτερα. Η πειραματική ανάλυση από τις φωτογραφίες έδειξε εκτροπή κατά 1,61 δεύτερα. Η Γενική Σχετικότητα είχε αποδειχθεί!! Την επόμενη μέρα ο Αϊνστάιν έγινε για πρώτη φορά εξώφυλλο σε εφημερίδα και η φήμη του απογειώθηκε. Την επόμενη χρονιά βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής (για την ερμηνεία του φωτοηλεκτρικού φαινομένου!) και σύντομα είχε πλέον μετατραπεί σε αυθεντία. Δεν αρκεί λοιπόν μια ιδέα, εξίσου σημαντικό είναι να υπάρχει κάποιος που την πιστεύει και αναλαμβάνει να τη διαδώσει.

Όσον αφορά τον Έντιγκτον, μπορεί να μην έγινε σελέμπριτι όπως ο Αϊνστάιν, εξαργύρωσε όμως και ο ίδιος τη φήμη του με το παραπάνω. Έδωσε άπειρο αριθμό διαλέξεων στην Αγγλία και έγραψε πλήθος βιβλίων για την ερμηνεία της Γενικής Σχετικότητας, καθώς το να την έχει καταλάβει εκείνη την περίοδο ήταν από μόνο του γεγονός αρκετά σημαντικό. Αλαζόνας και συχνά αγενής, δεν δεχόταν αντιρρήσεις για τις γνώσεις του και θεωρούσε πως ο ίδιος είχε αποκτήσει κάτι από το αλάθητο του Πάπα. Μάλιστα, ένα ανέκδοτο της επιστήμης αναφέρει ότι ένας επίσης αλαζόνας φυσικός (ο Σίλμπερσταϊν), που θεωρούσε ότι ήξερε πολύ καλά τη Θεωρία της Σχετικότητας, τον είχε ρωτήσει αν συμφωνεί πως μόνο τρεις άνθρωποι στον κόσμο καταλαβαίνουν τη Θεωρία της Σχετικότητας (εννοώντας τον Αϊνστάιν, τον Έντιγκτον και τον εαυτό του), για να λάβει την αποστομωτική απάντηση από τον Έντιγκτον «Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος είναι ο τρίτος».

Σύντομα ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία της επιστήμης, μέσω της οποίας προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε θεολογικά θέματα. Πίστευε σε μια «βαθιά αρμονία ανάμεσα στην επιστημονική έρευνα και το θρησκευτικό μυστικισμό» και επίσης ότι η θετικιστική φύση της σύγχρονης φυσικής έδινε νέο χώρο για προσωπικές θρησκευτικές εμπειρίες και την ελεύθερη βούληση, αλλά δεν πίστευε ότι οι επιστημονικές ανακαλύψεις θα έδιναν απαντήσεις για το Θεό.

Κάπως έτσι οδηγήθηκε στη διατύπωση μιας Θεωρίας των Πάντων, δηλαδή μια ενοποιημένη θεωρία της Κβαντομηχανικής και της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Σύντομα όμως έχασε το νόημα που ήθελε να δώσει, και κατέληξε να αναλύει αδιάστατους λόγους θεμελιωδών σταθερών, ασχολούμενος περισσότερο με Αριθμολογία παρά με επιστήμη. Πεποίθησή του ήταν πως η μάζα του πρωτονίου και το ηλεκτρικό φορτίο του ηλεκτρονίου αποτελούσαν ένα φυσικό και πλήρη καθορισμό για την κατασκευή του Σύμπαντος και οι τιμές τους δεν ήταν τυχαίες. Αναλογίες που τον ενδιέφεραν ήταν η ηλικία του Σύμπαντος προς την ατομική μονάδα χρόνου, τον αριθμό των ηλεκτρονίων και των πρωτονίων στο Σύμπαν και στη διαφορά της βαρυτικής και της ηλεκτρικής δύναμης για το ηλεκτρόνιο και το πρωτόνιο. Ο ίδιος αντιμετώπιζε αυτή τη θεωρία ως «το σημαντικότερό του έργο, το αποκορύφωμά του» και πίστευε πως είχε ανακαλύψει μια αλγεβρική βάση για τη θεμελιώδη Φυσική. Η έρευνά του δεν ολοκληρώθηκε, καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος, χτυπημένος από καρκίνο του στομάχου το 1944 σε ηλικία μόλις 66 ετών. Σε ανάλογες έρευνες είχε επιδοθεί και ο Ντιράκ, με την «υπόθεση των μεγάλων αριθμών». Οι κριτικές, ωστόσο, μόνο θετικές δεν ήταν, καθώς πολλοί συγγραφείς αναφέρονταν σε αυτές ως «μια μη σοβαρή απόπειρα μυστικισμού», καθώς «πάντα θα μπορούσαμε να βρούμε διάφορες αναλογίες σε όλους τους αριθμούς». Ο ίδιος βέβαια, έλεγε: «Επιδιώκω να συναγάγω τις αριθμητικές τιμές διάφορων αδιάστατων συνδυασμών των σταθερών της φύσης και να τις συνδέσω με τον έσχατο μεγάλο αριθμό, τον κοσμικό αριθμό Ν, τον αριθμό των πρωτονίων και ηλεκτρονίων στο παρατηρήσιμο Σύμπαν. Όλα αυτά αναδεικνύουν και δείχνουν το ρόλο των αριθμών στη φυσική. Η θεωρία μου δεν στηρίζεται στους παρατηρήσιμους ελέγχους. Είναι ακόμη καθαρότερα επιστημονολογική απ΄ ότι η μακροσκοπική θεωρία. Δεν προέρχεται από το πείραμα, δεν προέρχονται καν από την παρατήρηση. Είναι ένα νοητικό, φιλοσοφικό, μεταφυσικό κατασκεύασμα και έχει χαρακτηριστεί ως ‘επιλεκτικός υποκειμενισμός’».

Η Αριθμολογία δεν ήταν κάτι νέο, αλλά ήδη από αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι οι αριθμοί καθορίζουν πολλά πράγματα στη ζωή μας, χαράσσουν το πεπρωμένο μας και τις σχέσεις με τους συνανθρώπους μας. Οι Πυθαγόρειοι ενσωμάτωσαν τους αριθμούς στην επιστήμη, με μότο τους την άποψη πως «τα πάντα είναι αριθμός». Αυτό ίσως σημαίνει ότι καμία γνώση δεν είναι επιστημονική, παρά μόνο αν είναι μαθηματική. Ο πυθαγόρειος αριθμός δεν είναι όμως μια απλή ποσότητα: είναι ένα αρμονικό διάστημα. Διαθέτει μια ατομικότητα, μια προσωπικότητα, που εκφράζει τις σχέσεις του μέρους και του όλου στο εσωτερικό μιας αρμονίας. Οι αριθμοί αποτελούν ταυτόχρονα την ουσία, την ύλη και την αρχή της κίνησης αυτών των όντων. Ο Πυθαγόρας επίσης παρατήρησε ότι τα φυτά και τα ζώα δεν μεγαλώνουν τυχαία, αλλά σύμφωνα με ακριβείς μαθηματικούς κανόνες, με τον αριθμό της αρμονίας φ. Με τις πράξεις που έκανε ο Ιταλός μαθηματικός Φιμπονάτσι, βρήκε ότι το κλειδί της ομορφιάς είναι η αναλογία 1 προς 1,618, ο αριθμός φ. Για παράδειγμα, στον άνθρωπο η σχέση από τα πόδια μέχρι τον ομφαλό και από τον ομφαλό μέχρι το κεφάλι είναι 1 προς φ, ώστε να είναι ιδανικές οι αναλογίες.

Πίσω στον Έντιγκτον, έχουν μείνει στην ιστορία οι κόντρες του για την υποστήριξη της θεωρίας του: Τη δεκαετία του 1930 ο νεαρός Ινδός αστροφυσικός Τσαντρασεχάρ έκανε τα πρώτα του ακαδημαϊκά βήματα και θεωρούσε τον Έντιγκτον ως είδωλό του. Στη σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του, ο νεαρός Τσάντρα (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά) παρουσίασε μπροστά στην Εταιρεία μια πρωτοποριακή θεωρία για τις Μαύρες Τρύπες, ότι δηλαδή ένα αστέρι με μάζα μεγαλύτερη από ένα όριο θα συμπιεζόταν κατά το θάνατό του σε ένα χώρο σχεδόν ίσο με μηδέν. Από φόβο μήπως η δική του θεωρία απορριφθεί, ο Έντιγκτον, άτομο υπερφίαλο και με εξαιρετικές ρητορικές ικανότητες, κατόρθωσε να κατεδαφίσει τη θεωρία του νεαρού φιλόδοξου Ινδού. Υποστήριξε ότι δεν είναι παρά μονάχα ένα μαθηματικό παιχνίδι, χωρίς καμία βάση στην πραγματικότητα. Τα επιχειρήματά του, ασαφή και αβάσιμα, θα μπορούσαν να ξεπεραστούν, η τεράστια φήμη όμως δεν σήκωνε τέτοια συζήτηση. Ο Τσάντρα δεν είχε καν το δικαίωμα να υπερασπιστεί τη δουλειά του. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια ώστε σε μια ακόμα δημόσια διαμάχη να υποστηρίξει τον Τσάντρα ο αστρονόμος Kuiper, παρουσιάζοντας αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της θεωρίας των Μελανών Οπών. Στο τέλος της συνεδρίασης ο Έντιγκτον ζήτησε σε μια προσωπική συζήτηση συγνώμη από τον Τσάντρα για τα προβλήματα που του είχε δημιουργήσει, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε ακόμα πειστεί ότι έκανε λάθος ο ίδιος. Για τη δουλειά που του χάρισε τελικά το βραβείο Νόμπελ Φυσικής, για χρόνια ο Τσάντρα ζούσε απελπισμένος ότι ποτέ δεν θα τον έπαιρναν στα σοβαρά, ζώντας το ρατσισμό λόγω της καταγωγής του, και όλα αυτά λόγω της κόντρας του με τον Έντιγκτον.

Οι τελευταίες του θεωρίες αποσιωπήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πέτρινα και ταπεινά, με τέλος του να γράφεται σε έναν οίκο ευγηρίας, καθόλα αταίριαστο του πρότερου σημαντικού του έργου και της φήμης που απολάμβανε. Η ιστορία της ζωής του Έντιγκτον είναι μια πορεία προς το ζενίθ των κατακτήσεων και της αναγνώρισης και από εκεί στο ναδίρ της αποστασιοποίησης. Ρηξικέλευθος, αντισυμβατικός και ανορθόδοξος, η ιστορία τον μνημονεύει και του έχει φυλάξει μια θέση στο πάνθεον για τη συνεισφορά του σε μια τρελή ιδέα.

Βέβαια, είναι σημαντικό να πιστεύει κάποιος σε μια τρέλα, καθώς η μία πιθανότητα μπορεί να δικαιωθεί και να προκύψει κάτι πολύ σπουδαίο. Η επιστήμη έχει την τάση να υπερεκτιμά τις αλήθειες και τις κατακτήσεις στις οποίες έχει φτάσει, με επακόλουθο όποιος παρεκκλίνει από τις κυρίαρχες απόψεις να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, να χαρακτηρίζεται γραφικός και να μένει στην αφάνεια. Όμως, η ίδια η ιστορία της επιστήμης έχει αποδείξει ότι μια στο τόσο αυτά που λογίζονταν ως τρέλες, είναι κομμάτι από το σχέδιο του Θεού. Η δικαίωση και η αναγνώριση έπονται, ως ένας ύστατος φόρος τιμής, αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Η τρέλα ανάγεται σε ιδιοφυΐα και τελικά, αυτά που διαχωρίζουν αυτές τις δυο έννοιες είναι πολύ λιγότερα από αυτά που τις ταυτίζουν. Ναι, και τα δύο χρειάζονται υπέρμετρη πίστη και φιλοδοξία για το εγχείρημα. Ναι, χρειάζεται προσήλωση και αυταπάρνηση μέχρι το τέλος. Τελικά, δεν είναι τίποτα άλλο από τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Έτσι κι αλλιώς, η «τρέλα» ενέχει την ανατροπή κι αυτή τη χρειάζεται όσο τίποτα η επιστήμη.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ο άνθρωπος που αστειευόταν!;

«Θα τα καταφέρετε Έλληνες», είπε στο χαιρετισμό του απέναντι σε 75.000 κόσμο ο Μπόνο των U2, στην πρόσφατη συναυλία τους στην Αθήνα. Άραγε θα τα καταφέρουμε; Και τι ακριβώς θα καταφέρουμε; Ρεπορτάζ στις ειδήσεις αναφέρουν ότι για να ανταπεξέλθει ο μέσος Έλληνας στη διαμορφούμενη οικονομική κατάσταση, περιορίζει τα έξοδά του. «Κόβει», λαϊκά, «από όπου μπορεί να βρει». Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό και η ψυχολογία βρίσκεται στο ναδίρ. Όμως, μεγαλύτερος κίνδυνος από την άδεια τσέπη του πορτοφολιού είναι να «χάσουμε» τον εαυτό μας. Να υποκύψουμε στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το αύριο, να παραιτηθούμε από κάθε διεκδίκηση, να μειώσουμε τις φιλοδοξίες μας και να αποδεχτούμε ότι το να στερούμαστε είναι ο κανόνας της επιβίωσης. Πλέον, όλοι περιορίζουμε τις δραστηριότητές μας προσπαθώντας να ζήσουμε με ησυχία και ασφάλεια, περιφράζοντας την προσωπική μας ζωή στα απολύτως απαραίτητα. Κι όμως, το να γνωρίζεις και να ανακαλύπτεις είναι η φύση της ίδιας της ζωής. Ένα άνοιγμα μπροστά, ένα μετέωρο βήμα ενός πελαργού, με οδηγό την περιέργεια και τη διαίσθηση, ικανό να μας γεμίσει εμπειρίες, ευκαιρίες να κερδίσουμε πολλά περισσότερα από αυτά που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

Παράδειγμα – πρόκληση για μια ζωή ανοιχτή στα θέλω και τις επιθυμίες, όσο περίεργες και εκκεντρικές αυτές ακούγονται, αλλά απολύτως ειλικρινείς, μια ζωή με κατακτήσεις άσχετες μεταξύ τους, αλλά τόσο ουσιαστικές για τον ίδιο, απέναντι στο μεγαλύτερο φόβο όλων μας, την αρρώστια και το θάνατο, κόντρα στις αυθεντίες, πηγή ζωής και ενέργειας, είναι ο «δικός» μας Ρίτσαρντ Φέιμαν.

«Κάποτε έπαιζα μπόνγκος σε ένα πάρτι. Και πρέπει να τα κατάφερνα καλά, αφού ένας από τους καλεσμένους ενθουσιάστηκε από το παίξιμό μου. Πήγε στο μπάνιο, έβγαλε το πουκάμισό του και έφτιαξε διάφορα σχέδια στο στήθος του με κρέμα ξυρίσματος. Κρέμασε κεράσια στα αυτιά και μπήκε μέσα χορεύοντας σε έξαλλο ρυθμό. Όπως ήταν φυσικό, αυτός ο τρελάρας και εγώ γίναμε αμέσως φίλοι». Λίγοι θα φαντάζονταν ότι τα παραπάνω λόγια ανήκουν στο Ρίτσαρντ Φέιμαν, νομπελίστα φυσικό, επαγγελματία ντράμερ, ερασιτέχνη ζωγράφο, μεταφραστή των ιερογλυφικών των Μάγιας, διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων και ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά του 20ού αιώνα.

Γεννημένος το 1918 στη Νέα Υόρκη, ενδιαφέρθηκε από μικρός να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιέβαλε. Στην ηλικία των δώδεκα ετών είχε φτιάξει ένα πραγματικό εργαστήριο στο δωμάτιό του, στο οποίο έκανε πειράματα ηλεκτρομαγνητισμού. Γοητεύτηκε από τα μαθηματικά, αλλά τα θεώρησε «αρκετά βαρετά», ώστε να σπουδάσει τελικά φυσική. Πήρε το πρώτο του πτυχίο από το ΜΙΤ το 1939, παρακολουθώντας τον κύκλο της θεωρητικής φυσικής από το δεύτερο κιόλας έτος, όταν οι περισσότεροι φοιτητές το άφηναν για το τέλος των σπουδών τους είτε ακόμα και για το μεταπτυχιακό. Ο λόγος που το έκανε αυτό; Ήταν περίεργος και βαριόταν εύκολα. «Θα παίξω με τη φυσική, χωρίς να με νοιάζει η σημαντικότητα του αποτελέσματος», είχε πει. Η αστείρευτη όρεξη για ζωή και το ενδιαφέρον να μαθαίνει διαρκώς ό,τι του άρεσε ήταν το κλειδί. Ένα άλλο μυστικό ήταν ότι πάντα ήθελε να κατανοεί αυτό που διάβαζε και δεν προσπερνούσε τίποτα ασυζητητί. Έτσι, πηγαίνοντας πάντα στη βάση ενός θέματος, μπορούσε να κατανοήσει το πιο περίπλοκο πρόβλημα. Το μότο του ήταν ότι «όσο πιο βαθιά πάμε στη φυσική, τόσο πιο απλά είναι τα πράγματα».

Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν να αναζητά τις απαντήσεις του κόσμου στο Πρίνστον. Όμως, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και οι Αμερικάνοι έδιναν μάχη με τους Γερμανούς για το ποιος θα προλάβει να κατασκευάσει την πυρηνική βόμβα. Παρόλο που θα φαινόταν κόντρα στο χαρακτήρα του, συμμετείχε στο πρόγραμμα Μανχάταν, γιατί σκέφτηκε ότι ο ίδιος θα μπορέσει να ελέγξει την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Επίσης, του είχαν υποσχεθεί νοσοκομειακή περίθαλψη για τη γυναίκα του, Αρλίν, τον εφηβικό του έρωτα, η οποία έπασχε από φυματίωση.

Χιουμορίστας και ειλικρινής, έγινε η «μασκότ» του προγράμματος. Ένας 24χρονος που σκάρωνε φάρσες στους συναδέλφους του, είτε για να αποδείξει ότι έκαναν λάθος, είτε για «να σπάσει η μονοτονία». Ο Όττο Φριτς θυμάται το νεαρό με το ειρωνικό χαμόγελο να μπαίνει από την κεντρική πόρτα του κτήματος στο Λος Άλαμος, να χαιρετάει τους φρουρούς με χειραψία και στη συνέχεια να τρέχει να βγει από μια τρύπα στο φράχτη που είχε ανακαλύψει ώστε να ξαναμπεί από την πόρτα μετά από πέντε λεπτά, τρελαίνοντας τους φρουρούς που έβλεπαν τον ίδιο άνθρωπο μόνο να μπαίνει και ποτέ να βγαίνει, όταν η κοντινότερη πόρτα απείχε κάμποσα χιλιόμετρα!! Επίσης, για να πείσει τους υπεύθυνους που ισχυρίζονταν υπεροπτικά ότι οι απόρρητες πληροφορίες φυλάσσονταν σωστά και ήταν ασφαλείς από κλοπή, διέρρηξε ο ίδιος το χρηματοκιβώτιο, καταπατώντας τον εγωισμό τους και αποδεικνύοντας ότι είχε δίκιο, με το δικό του, καυστικό και απόλυτα ειλικρινή τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, με τους στρατιωτικούς είχε πάρει διαζύγιο από νωρίς. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της πρώτης τους επαφής, όταν ο νεοσύλλεκτος τότε Φέιμαν έδινε συνέντευξη. Σε μια αίθουσα με άλλα είκοσι άτομα, στην ερώτηση για το αν αισθάνεται κάποιον να τον παρακολουθεί, αναλογίστηκε ότι όλο και κάποιος από τους υπόλοιπους στρατιώτες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους θα είχε το βλέμμα του στραμμένο πάνω του, οπότε απάντησε άκρως ρεαλιστικά: «ναι, νομίζω ότι με παρακολουθούν δύο». Εκνευρισμένος ο αξιωματικός, θεωρώντας ότι έχει πέσει σε τρελό, ύψωσε τη φωνή του και τον ξαναρώτησε αν και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν. Με την τετράγωνη λογική του, ο Φέιμαν, σίγουρος ότι πλέον έχει αποσπάσει την προσοχή μέσα στο δωμάτιο, απάντησε: «ναι, τώρα με παρακολουθούν περισσότεροι».

Τα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του πολέμου και τη ρίψη της βόμβας, συνοδεύτηκαν από το θάνατο της αγαπημένης του Αρλίν και του προκάλεσαν μια προσωρινή κατάθλιψη (μάλιστα, ένα χρόνο μετά το θάνατό της, της έγραψε ένα γράμμα, περιγράφοντας τη ζωή του και πόσο πολύ την αγαπάει, φύσει ρομαντικός, έκλεινε με τη φράση: «Συγνώμη που δεν το ταχυδρομώ, αλλά δεν ξέρω τη νέα σου διεύθυνση». Το γράμμα βρέθηκε στο συρτάρι του γραφείου του και ήταν ιδιαίτερα τσαλακωμένο, δείγμα ότι το διάβαζε συχνά στα χρόνια που ακολούθησαν). Η κατάθλιψη, πάντως, ξεπεράστηκε με τη θέση καθηγητή που του πρόσφερε το Πρίνσετον και ξαναπίστεψε στον εαυτό του. Εκεί ολοκλήρωσε τη μελέτη που είχε αρχίσει για μια νέα μέθοδο στην κβαντομηχανική, συνδυάζοντας εξισώσεις της ειδικής σχετικότητας, που είχε να κάνει με τον υπολογισμό της πιθανότητας μιας μετάβασης ενός κβάντου από μία κατάσταση σε άλλη επόμενη, όταν κάθε δυνατό μονοπάτι θεωρείται εξίσου πιθανό. Σε κάθε πιθανό μονοπάτι αντιστοίχισε δύο αριθμούς, το πλάτος του κύματος και τη φάση του. Όταν όλες οι διαδρομές συνδυαστούν, όλες πλην μιας αλληλοαναιρούνται, οπότε παίρνουμε τη μία και μοναδική διαδρομή, που για τα μακροσκοπικά αντικείμενα προκύπτει από τους νόμους του Νεύτωνα.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε προσαρμόστηκε άμεσα στην κβαντική ηλεκτροδυναμική (QED), η οποία κατορθώνει να ενώσει την ηλεκτρομαγνητική δύναμη με την ασθενή πυρηνική, βάζοντας το πρώτο λιθαράκι στη θεωρία των Πάντων που οι επιστήμονες προσπαθούν να ανακαλύψουν. Η κβαντική ηλεκτροδυναμική θεωρεί ότι η ανάπτυξη των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων αποδίδεται στην εκπομπή και την απορρόφηση φωτονίων ως σωματιδίων ανταλλαγής. Ουσιαστικά εξετάζει την κλασική ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μάξγουελ με τις έννοιες της κβαντικής μηχανικής, όπου στις αλληλεπιδράσεις (δυνάμεις) συμμετέχουν (ανταλλάσσονται) σωματίδια ή αλλιώς κβάντα ενέργειας, όπως είναι τα φωτόνια. Με άλλα λόγια, ελέγχει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ακτινοβολίας (φωτόνια) και ύλης (ηλεκτρόνια).

Εκείνα τα χρόνια η φήμη του άρχισε να εκτοξεύεται. Αυτή η εργασία του χάρισε το 1965 το Νόμπελ Φυσικής για την «επανακανονικοποίηση των εξισώσεων της Κβαντομηχανικής». Ίσως η θεμελίωση της QED να είναι το τελειότερο δημιούργημα του ανθρώπινου νου, αφού συμφωνεί με τα πειραματικά δεδομένα με ακρίβεια 13 δεκαδικών ψηφίων, σχολιάζουν οι επιστήμονες. Είναι σαν να μέτρησε την απόσταση Αθήνας – Θεσσαλονίκης με ακρίβεια μεγαλύτερη από μιας τρίχας μαλλιών!!!

Η πόρτα του κορυφαίου ίσως πανεπιστημίου στη Φυσική στον κόσμο είχε ανοίξει διάπλατα. Ο Φέιμαν έγινε καθηγητής στο Καλτέκ από το 1950 μέχρι το τέλος της ζωής του το 1988.

Το όνομά του όμως δεν έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν ένας πολύ καλός επιστήμονας, αλλά λόγω του πληθωρικού χαρακτήρα του και τη δίψα με την οποία αντιμετώπιζε κάθε κατάσταση. Μεγάλη του λατρεία ήταν και η μουσική. Έπαιζε μπόνγκος – ένα είδος βραζιλιάνικων κρουστών – τόσο καλά, που περνούσε για επαγγελματίας: «Κάποτε πήγα στο Βανκούβερ για να μιλήσω στους φοιτητές. Μου είχαν ετοιμάσει πάρτι και ένα ροκ συγκρότημα έπαιζε κάτω στο υπόγειο. Ήταν πολύ καλοί. Κάπου εκεί είχαν και ένα κουδούνι αγελάδας και με παρότρυναν να παίξω μαζί τους. Το πήρα και άρχισα να το χτυπώ. Καθώς η μουσική τους ήταν πολύ ρυθμική, άρχισα να ανάβω. Όταν τέλειωσε το πάρτι, εκείνος που το είχε οργανώσει μου είπε ότι ο αρχηγός του συγκροτήματος ρώτησε: ‘ποιος ήταν ρε παιδιά αυτός που έπαιζε το κουδούνι; Ακολουθούσε τέλεια το ρυθμό μ’ αυτό το πράγμα! Ήταν φοβερός. Τον παραδέχομαι. Και εκείνος ο σπουδαίος προς τιμήν του οποίου κάναμε το πάρτι ούτε που εμφανίστηκε. Ούτε έμαθα ποιος είναι!’»

Θεωρούσε ότι η φυσική δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι κατανόησης του κόσμου και η τέχνη η έκφρασή της: «Οι ζωγράφοι είναι χαμένοι. Δεν έχουν θέμα. Παλιά είχαν θρησκευτικά θέματα, αλλά τώρα έχασαν την πίστη τους και δεν τους απέμεινε τίποτα. Δεν καταλαβαίνουν τον τεχνολογικό κόσμο στον οποίο ζουν. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα από την ομορφιά του πραγματικού κόσμου – του κόσμου της επιστήμης – οπότε δεν μπορούν να εμπνευστούν από αυτόν». Σε ένα στοίχημα που έβαλε με ένα ζωγράφο φίλο του, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ζωγραφίσει κάτι με εικαστική αξία, αντιμετώπισε την πρόκληση και κατέληξε να εκθέτει σε γκαλερί τα έργα του, με τα γυμνά πορτρέτα – συνήθως γυναικών – να αποτελούν το αγαπημένο του θέμα. Επίσης, δούλευε κατά παραγγελία με το εργαστήριο να έχει στηθεί στο υπόγειο του σπιτιού του. Πατέρας δυο παιδιών, πιστός στη δεύτερη γυναίκα του, ερωτευμένος με τη ζωή, φλέρταρε ασύστολα και διακριτικά (άλλη κόντρα, δείγμα του πολύπλευρου και αντισυμβατικού ταμπεραμέντου του), είχε κάνει δεύτερο γραφείο του ένα γειτονικό μπαρ με τόπλες χορεύτριες. Μάλιστα, όταν έκαναν μήνυση στον ιδιοκτήτη για προσβολή των χρηστών ηθών, ο Φέιμαν δεν αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να καταθέσει υπέρ του μπαρ, όντας ο μόνος από τους μόνιμους πελάτες (οι υπόλοιποι φοβήθηκαν ότι θα θιχτεί η προσωπικότητά τους): «Είμαι ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος εδώ. Δεν έχω καμία δικαιολογία να μην πάω. Μου αρέσει αυτό το μαγαζί και θα ήθελα να παραμείνει ανοιχτό. Δεν βλέπω να υπάρχει κάτι κακό στον χορό τόπλες». Στην ερώτηση του κατήγορου πόσο συχνά επισκέπτεται το μαγαζί, απάντησε με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια που τον διακατείχε. Οι εφημερίδες την επόμενη μέρα είχαν βρει το πρωτοσέλιδό τους: «Καθηγητής του Caltech πηγαίνει έξι φορές τη βδομάδα σε καμπαρέ». Για την ιστορία, το μαγαζί έκλεισε, αλλά κέρδισε την έφεση και ο Φέιμαν συνέχισε να πίνει τα ποτά του, κερασμένα από τον ιδιοκτήτη.

Η φήμη του είχε φτάσει στο ζενίθ της στα χρόνια που ακολούθησαν τη βράβευση με το Νόμπελ. Διαρκώς αποδεχόταν προσκλήσεις για ομιλίες σε πανεπιστήμια και συνέδρια, αντιμετωπιζόμενος με το σεβασμό που του άξιζε. Σε μια ομιλία του για το εκπαιδευτικό σύστημα της Βραζιλίας (την επισκεπτόταν συχνά λόγω της αγάπης του για τη μουσική της), είχε πει για τα σχολικά βιβλία, μπροστά στην επιτροπή του υπουργείου Παιδείας: «Πώς είναι δυνατόν να διδάξουμε σωστά όταν χρησιμοποιούμε βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που δεν κατέχουν το θέμα τους; Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Αλήθεια, γιατί τα σχολικά βιβλία να είναι άθλια; Παγκοσμίως άθλια;»

Έβρισκε τη φιλοσοφία βαρετή («οι φιλόσοφοι έχουν πάντα άποψη για το τι είναι απαραίτητο για την επιστήμη, το οποίο συνήθως είναι αφελές και λάθος») και το απόκρυφο ακόμα περισσότερο, όμως ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ερμηνεία των παραισθήσεων και τον ηλεκτρονικό εγκέφαλο: «Μία ή δύο βδομάδες αργότερα, αναρωτήθηκα πώς μπορεί η λειτουργία του εγκεφάλου να συγκριθεί με τη λειτουργία μιας υπολογιστικής μηχανής, ιδιαίτερα στην αποθήκευση πληροφοριών. Ένα ενδιαφέρον πρόβλημα είναι ο τρόπος που αποθηκεύονται στον εγκέφαλο οι αναμνήσεις. Μπορείς να φτάσεις στις αποθηκευμένες μνήμες σου από διάφορους τρόπους, αντίθετα σε έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο πρέπει να φτάσεις κατευθείαν στη σωστή κατεύθυνση».

Όμως στη ζωή του δεν ήταν όλα ονειρικά. Ο θάνατος, που τον είχε επισκεφτεί στα νεανικά του χρόνια, θα γινόταν μόνιμος σύντροφος αν και θα τον αγνοούσε επιδεικτικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με αφόρητους πόνους και μπαινοβγαίνοντας στα χειρουργεία, προκειμένου να αφαιρεί όγκους που επανεμφανίζονταν. Αλλά και πάλι, αντιμετώπιζε την κατάσταση ως ένας αιώνιος έφηβος. Το 1985 έγραψε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Μάλλον θα αστειεύεστε κύριε Φέιμαν», αφήνοντας κληρονομιά τις καλύτερες ιστορίες του. Εξέθεσε τη NASA που τον όρισε ως μέλος της επιτροπής που έψαχνε το λόγο της καταστροφής του διαστημικού λεωφορείου Τσάλεντζερ το 1986, βρίσκοντας ποιο ήταν το λάθος και μάλιστα το αποκάλυψε κατά τη διάρκεια της ζωντανής συνέντευξης τύπου στα κανάλια, κάνοντας ένα απλό πείραμα (είχε να κάνει με την ταχύτητα διαστολής του υλικού από κάποια σωληνάκια), ενώ οργάνωνε ταξίδι στην Τούβα, ένα κρατίδιο σε σοβιετικό έδαφος, προορισμό που επέλεξε γιατί η πρωτεύουσά της δεν είχε φωνήεντα, παρά μόνο σύμφωνα, κάτι που έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει πραγματικότητα λόγω του Ψυχρού Πολέμου και τη γραφειοκρατία που συνόδευε την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων.

Η κατάσταση της υγείας του όμως χειροτέρευε. Το ένα του νεφρό είχε καταρρεύσει και είχε αντιληφθεί πως ο θάνατος ίσως να αργούσε μερικούς μήνες, αλλά όχι περισσότερο. Αρνήθηκε το τελευταίο χειρουργείο και το Φεβρουάριο του 1988 σταμάτησε να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Συγκλονιστικό είναι το βίντεο, τραβηγμένο τα Χριστούγεννα του 1987 (κυκλοφορεί στο youtube με το όνομα Richard Feynman playing bongos) που τον δείχνει να παίζει τα αγαπημένα του μπόνγκος και να τραγουδάει χαρούμενος, αν αναλογιστούμε πόσο πολύ πονούσε εκείνες τις μέρες.

Ο Φέιμαν ποτέ δεν κλείστηκε στον εαυτό του, δεν περιορίστηκε από τα στερεότυπα και τα κλισέ, δεν εξυπηρέτησε καμία αυθεντία, αλλά αντίθετα, ζούσε την κάθε στιγμή bigger than life. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος που πάνω από όλες τις εκφάνσεις του ήταν Δάσκαλος. Και αυτό που μας δίδαξε είναι πως «αν γνωρίζεις το όνομα ενός πουλιού σε όλες τις γλώσσες, δεν γνωρίζεις τίποτε, μα απολύτως τίποτε, για το ίδιο το πουλί».